Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαρρηκτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρρηκτικός -ή -ό [δiariktikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διάρρηξη: Διαρρηκτικά εργαλεία.

[λόγ. διαρρήκτ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go