Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπληκτίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπληκτίζομαι [δiapliktízome] Ρ2.1β : έρχομαι σε σύγκρουση, ανταλλάσσω συνήθ. υβριστικά λόγια ή χτυπήματα με κπ.

[λόγ. < ελνστ. διαπληκτίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες