Παράλληλη αναζήτηση
| 301 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάδα η [δáδa] Ο26 : 1. κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, που το άναβαν και το χρησιμοποιούσαν ως φωτιστικό μέσο: Kρατούσαν δάδες αναμμένες. || Άναψαν τη ~ των ολυμπιακών αγώνων. 2. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται ότι φωτίζει πνευματικά ή ηθικά, ό,τι μεταλαμπαδεύει τη γνώση, τη σοφία, τον πολιτισμό: Tο Bυζάντιο παρέδωσε τη ~ του πολιτισμού στην Ευρώπη.
[λόγ. < αρχ. δᾴς, αιτ. δᾷδα]
- δάδα η.
-
- Δαδί (βλ. ‑ίν β):
- Ψήσον δάδαν εις όξος (Ιατροσόφ. 595).
[<αρχ. ουσ. δᾴς. Η λ. και σήμ.]
- Δαδί (βλ. ‑ίν β):
- δαδί το [δaδí] Ο43 : κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, το οποίο χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. της λ. δᾴς (δες δάδα)]
- δαδίν το· δαδί.
-
- α) Κομμάτι ξύλου από ρητινώδες δέντρο, που χρησιμοποιείται για προσάναμμα:
- κηροστούπιν και δαδίν (Προδρ. II 53)·
- β) δαδί σε ιατρική χρ., όπου το αφέψημά του θεραπευτικό μέσο:
- δαδίν λιπαρόν και λεύκης φλουν εψήσας (Ιατροσόφ. 5917).
[αρχ. ουσ. δᾳδίον. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Κομμάτι ξύλου από ρητινώδες δέντρο, που χρησιμοποιείται για προσάναμμα:
- δαδούχος ο [δaδúxos] Ο18 : αυτός που σε τελετές κρατούσε την αναμμένη δάδα.
[λόγ. < αρχ. δᾳδοῦχος]
- δαδουχώ.
-
- 1) Φωτίζω:
- σελήνη, μελανώθητι, μηκέτι δαδουχήσεις (Διγ. Gr. 3585).
- 2) Διατηρώ (κ.) αναμμένο:
- τῃ … νυκτί επί πολύ τον πυρσόν δαδουχούντες (αυτ. 2695).
[αρχ. δᾳδουχέω]
- 1) Φωτίζω:
- δαίδαλος ο [δéδalos] Ο20α : 1. πολύπλοκη διάταξη διαδρόμων, δωματίων, στοών, οικοδομημάτων κτλ. που καθιστά προβληματική ή αδύνατη την έξοδο· λαβύρινθος: Ένας ~ από σοκάκια. Xάθηκε στους δαιδάλους των ανακτόρων. || Mέσα στους δαιδάλους του υπουργείου, και μτφ. για πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία. 2. (μτφ.) διανοήματα, σκέψεις, συλλογισμοί πολύπλοκοι και δύσκολοι να τους παρακολουθήσει ή να τους κατανοήσει κάποιος: Ο ~ της σκέψης του. Ο ~ των νόμων.
[λόγ. < αρχ. δαίδαλος `περίπλοκα επεξεργασμένος΄ & σημδ. γαλλ. dédaléen (δες στο δαιδαλώδης)]
- δαιδαλώδης -ης -ες [δeδalóδis] Ε11 : 1. που έχει τη μορφή δαιδάλου, λαβυρίνθου: Δαιδαλώδες οικοδόμημα / σχέδιο. Οι δαιδαλώδεις στοές ενός ορυχείου. 2. (μτφ.) που είναι πολύπλοκος, μπερδεμένος, που δύσκολα μπορούμε να τον καταλάβουμε ή να τον αντιμετωπίσουμε: ~ υπόθεση.
[λόγ. δαίδα λ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. dédaléen < dédale < λατ. Daedalus < αρχ. Δαίδα λος (ο μυθικός δημιουργός του Λαβυρίνθου)]
- δαΐζω· δάζω.
-
- (Προκ. για άλογο) είμαι γρήγορος:
- να δαΐζει ωσάν ο ποταμός (Λίβ. N 2525).
[<επίθ. δάος + κατάλ. ‑ίζω]
- (Προκ. για άλογο) είμαι γρήγορος:
- δαίμονας ο [δémonas] Ο5 : I1. το πνεύμα του κακού: Ποιος ~ σ΄ έβαλε να το κάνεις; Έχει το δαίμονα μέσα του. (έκφρ.) να πάρει ο ~ / (άι) στο δαίμονα, επιφωνηματική έκφραση οργής ή αγανάκτησης, ηπιότερη από την έκφραση στο διάβολο, που παίρνει διάφορες σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα ή το χρωματισμό της φωνής: (Άι) στο δαίμονα, απειλητικά. Πού στο δαίμονα πήγες; Tι στο δαίμονα κάνεις;, με αγανάκτηση. ΦΡ θεοί* και δαίμονες. κινώ* θεούς και δαίμονες. απειλώ* θεούς και δαίμονες. ο ~ του τυπογραφείου*. 2. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου: Είναι ένας ~ και μισός. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. ΦΡ θηλυκός* ~. || (έκφρ.) κακός ~, για κπ. που επηρεάζει και οδηγεί, παρακινεί στο κακό: Είναι ο κακός του ~. || Οι δαίμονες της ασφάλτου, παράτολμοι και επικίνδυνοι οδηγοί, κυρίως μοτοσικλετιστές. II. γενική ονομασία για τις αρχαίες ελληνικές κατώτερες θεότητες.
[I1: μσν. δαίμονας < αρχ. δαίμων, αιτ. -ονα `θεότητα΄, ελνστ. σημ.: `κατώτερη θεϊκή δύναμη, κακό πνεύμα΄· I2: λόγ. σημδ. γαλλ. démon (στη νέα σημ.) < λατ. daemon < αρχ. δαίμων· II: λόγ. < αρχ. δαίμων]



