Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαμασκηνής -ιά -ί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμασκηνής -ιά -ί [δamaskinís] Ε8 & δαμασκηνί [δamaskiní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του δαμάσκηνου: Φόρεμα δαμασκηνί. Kουβέρτα δαμασκηνί. || (ως ουσ.) το δαμασκηνί, το δαμασκηνί χρώμα.

[δαμάσκην(ο) -ής· δαμάσκην(ο) -ί 4]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go