Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίνη η [δíni] Ο30 : 1. γρήγορη και περιστροφική κίνηση μιας μάζας νερού ή ανέμου: Θαλάσσια ~, που δημιουργείται από αντίθετα ρεύματα και σχηματίζει στο κέντρο ένα κενό σε σχήμα χοάνης· ρουφήχτρα. ~ ανέμου, ανεμοστρόβιλος. 2. (μτφ.) κατάσταση εξαιρετικά ανώμαλη και συνεχώς μεταβαλλόμενη, που συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα: Xάθηκαν τα ίχνη του μέσα στη ~ του πολέμου. Kοινωνικές αξίες που καταρρέουν στη ~ του σύγχρονου κόσμου. Aγωνίζεται να ξεφύγει από τη ~ των παθών του.

[λόγ. < αρχ. δίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go