Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γ
2,393 items total [2171 - 2180]
[Λεξικό Κριαρά]
γροθιά η· γροθέα.
  • Γρονθοκόπημα, μπουνιά:
    • τους μεν γροθέας έκρουεν (Διγ. Esc. 697).

[<ουσ. γρόθος + κατάλ. ιά. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ία στο Meursius (θθ‑). Η λ. στο Du Cange (λ. γρόθος) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γροθίζω.
  • Γρονθοκοπώ:
    • Να σε γροθίσω πεθυμώ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [214]).

[<γρονθίζω (9. αι., Lampe). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
γροθοκοπώ.
  • Κτυπώ κ. με γροθιές:
    • κλαίει και αυτός … γροθοκοπά το στήθος (Διήγ. Βελ. χ 360).

[<γρονθοκοπώ (L‑S, Κριαρ., <ουσ. γρόνθος + κοπώ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
γρόθος ο· γρόθθος· γρόνθος.
  • 1)
    • α) Παλάμη του χεριού με σφιγμένα τα δάκτυλα, γροθιά:
      • τον γρόθον του εις το μάγουλον είχεν ακουμπισμένον (Διγ. Esc. 418
    • β) το άκρο του χεριού (με τον καρπό):
      • το δίκαιον κρίνει ότι να χάσει τον δεξιόν του γρόθθον (Ασσίζ. 43225
    • γ) γρονθοκόπημα:
      • έδερεν ανήρ τον σύντροφό του … με γρόθο (Πεντ. Έξ. XXI 18).
  • 2) Μέτρο μήκους ίσο με 4 δακτύλους, δηλ. περ. 8 εκ.:
    • η σπιθαμή πυγμάς τρεις, ήτοι γρόνθους (Metrol. 745).

[<μτγν. ουσ. γρόνθος. Ο τ. θθος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
γροίκησις ‑ση η,
βλ. αγροίκησις ‑ση.
[Λεξικό Κριαρά]
γροικητά, επίρρ.,
βλ. αγροικητά.
[Λεξικό Κριαρά]
γροικίζω,
βλ. αγροικίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
γροικιστά, επίρρ.,
βλ. αγροικιστά.
[Λεξικό Κριαρά]
γροικώ,
βλ. αγροικώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρομπαλάκι το [γrombaláki] Ο44α : (οικ.) μικρός όγκος: Είχε ένα ~ στο στήθος.

[γρόμπ(ος) -αλάκι < υστλατ.(;) *grom(us) -ος < λατ. grumus `μικρός σωρός΄ (τροπή [m > b] ;)]

< Previous   1... 216 217 [218] 219 220 ...240   Next >
Go to page:Go