Combined Search
| 2,393 items total [2121 - 2130] | << First < Previous Next > Last >> |
- γρηγορογύριστος, επίθ.· γληγορογύριστος.
-
- Που αλλάζει γρήγορα γνώμη, άστατος:
- το γένος των γυναικών πολλά είναι γληγορογύριστον (Διγ. Άνδρ. 38627).
[<επίρρ. γρήγορα + γυρίζω]
- Που αλλάζει γρήγορα γνώμη, άστατος:
- γρήγορος, επίθ.· γλήγορος· εγλήγορος· εγρήγορος· ογλήγορος· συγκρ. γληγορύτερος.
-
- 1)
- α) Ταχύς, ευκίνητος, σβέλτος:
- έστειλε … ταχυδρόμους ογλήγορους (Χρον. σουλτ. 14411)·
- β) (προκ. για το νου) εύστροφος:
- γλήγορος εις τον νουν (Διγ. Άνδρ. 3433)·
- γ) (προκ. για μάτι) ζωηρός:
- μάτι γοργόν και γλήγορον (Διγ. Z 1744)·
- δ) (προκ. για ποτάμι) ορμητικός:
- ως ποταμός εγλήγορος τα δάκρυα τους ετρέχαν (Αχιλλ. L 1283).
- α) Ταχύς, ευκίνητος, σβέλτος:
- 2) Βιαστικός:
- είσαι γλήγορος και πλήσια σπούδαν έχεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1680]).
- 3) Πρόθυμος:
- ογλήγορη βοηθός (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 416).
- 4) Ζωηρός, δραστήριος:
- γληγοροτάτη φύσις (Χίκα, Μονωδ. 158).
- 5) Που βρίσκεται σε εγρήγορση:
- (Ξόμπλιν φ. 124v).
[μτγν. επίθ. γρήγορος. Ο τ. εγλήγορος και σήμ. ποντ. Ο τ. ογλήγορος και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. γληγορύτερος και σήμ. κρητ. Ο τ. γλήγορος (Meursius) και η λ. και σήμ.]
- 1)
- γρήγορος -η -ο [γríγoros] Ε5 : ANT αργός. 1. που κινείται ή που μπορεί να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα· που διατρέχει μεγάλη απόσταση σε μικρό χρονικό διάστημα: Γρήγορο άλογο. Γρήγορο αυτοκίνητο. ~ σαν αστραπή. Ο πιο ~ άνθρωπος του κόσμου. 2α. για μια διαδικασία που οι διάφορες φάσεις της εκτελούνται με ταχύτητα: Γρήγορη κίνηση. Γρήγορα βήματα. ~ ρυθμός. Γρήγορη αναπνοή. ~ σφυγμός, με μια συχνότητα μεγαλύτερη από το κανονικό. || Γρήγορη πρόοδος. Γρήγορη ανάπτυξη. Σου εύχομαι γρήγορη ανάρρωση. Έκανα ένα γρήγορο διάβασμα, βιαστικό. Έπρεπε να πάρει μια γρήγορη απόφαση. β. για κπ. που σε σχέση με άλλους εκτελεί κτ. σε μικρότερο χρονικό διάστημα: Είναι ~ στη δουλειά του / στις αποφάσεις. Έχει γρήγορη αντίληψη. (έκφρ.) γρήγορο πιστόλι*. ΦΡ γρήγορο πιρούνι*. (επιρρ. έκφρ.) στα γρήγορα, βιαστικά: Διάβασα το γράμμα σου στα γρήγορα.
γρήγορα ΕΠIΡΡ α. με μεγάλη ταχύτητα: Mην περπατάς τόσο ~· δε σε φτάνω. Δεν μπορείς να τρέξεις γρηγορότερα; Mπορώ να τρέξω πιο ~ από σένα. Mιλάς πολύ ~ και δε σε καταλαβαίνω. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά πιο ~. β. σε μικρό χρονικό διάστημα: ~ θα γίνεις καλά. Tόσο ~ να με ξεχάσεις! ΦΡ αργά ή ~, οπωσδήποτε. γ. χωρίς καθυστέρηση, αμέσως: Nτύθηκε πολύ ~. Σήκω επάνω ~! Kάνε ~!, βιάσου. Nα πας και να ΄ρθεις ~! Nα έρθεις το γρηγορότερο, όσο πιο γρήγορα γίνεται. || Παντρεύτηκε ~ ~, πολύ νέος ή πολύ βιαστικά. [μσν. γρήγορος < ελνστ. γρήγορος `ξυπνητός΄ < ελνστ. ἐγρήγορος < ἐγρήγορα (δες γρηγορώ)]
- γρηγοροσύνη η· γληγοροσύνη.
-
- Γρηγοράδα, σβελτάδα:
- τον ελέγανε Αστροπή από τη γληγοροσύνη του (Χρον. σουλτ. 4126).
[<επίθ. γρήγορος + κατάλ. ‑σύνη. Ο τ. και η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ρω‑)]
- Γρηγοράδα, σβελτάδα:
- γρηγορότητα η· γληγορότη· γληγορότητα.
-
- Ταχύτητα, γρηγοράδα:
- με γληγορότη το σπαθί αμπώθει (Ερωτόκρ. Δ´ 1705 κριτ. υπ).
[ουσ. γρηγορότης (4. αι. DGE, <επίθ. γρήγορος + κατάλ. ‑ότης. Ο τ. γληγορότη και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γρηγορότη)]
- Ταχύτητα, γρηγοράδα:
- γρηγορότρεχος, επίθ.
-
- (Προκ. για χέρι) γρήγορος (στο γράψιμο):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2316).
[<επίρρ. γρήγορα + τρέχω]
- (Προκ. για χέρι) γρήγορος (στο γράψιμο):
- γρηγοροφθάλμων, επίθ.
-
- Που έχει μάτια ζωηρά:
- δρομικός (ενν. ο Νέστωρ) … και πολλά γρηγοροφθάλμων (Ερμον. Δ 109).
[<επίθ. γρηγορόφθαλμος (12. αι., L‑S Suppl.)]
- Που έχει μάτια ζωηρά:
- γρηγορώ [γriγoró] Ρ10.9α : (λόγ.) βρίσκομαι σε εγρήγορση, κυρίως σε εκκλησιαστικές ή λόγιες εκφράσεις: γρηγορείτε και προσεύχεσθε. φύλακες γρηγορείτε!
[λόγ. < ελνστ. γρηγορῶ (< αρχ. πρκ. ἐγρήγορα `έχω ξυπνήσει΄ του ρ. ἐγείρω `ξυπνάω κπ.΄)]
- γρηγορώ· γληγορώ· εγρηγορώ.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1) Μένω άγρυπνος:
- την νύκταν γρηγορούμεν (Καλλίμ. 2436).
- 2) Ξυπνώ:
- Ο πρώτος εγρηγόρησε, τον άλλον εξυπνίζει (Καλλίμ. 1342).
- 3) Επανακτώ τις αισθήσεις:
- μόλις γρηγορείς, μόλις επαναφέρεις (Γλυκά, Στ. 159).
- 4) Βιάζομαι, σπεύδω:
- άρτι εγρηγόρει την αυγήν (Λίβ. N 1830).
- 1) Μένω άγρυπνος:
- Β´ Μτβ.
- 1) Επαναφέρω στις αισθήσεις κάπ.:
- κρατώ, σηκώνω τον, … γληγορώ τον (Λίβ. Esc. 3835).
- 2) Φρ. γρηγορώ τη στράτα = συντομεύω, επιταχύνω το δρόμο:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1773).
- 1) Επαναφέρω στις αισθήσεις κάπ.:
[μτγν. γρηγορέω. Ο τ. γλη‑ και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Αμτβ.
- γρηγόρως, επίρρ.
-
- Γρήγορα, με σβελτάδα:
- (Ερμον. Δ 150).
[<επίθ. γρήγορος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG)]
- Γρήγορα, με σβελτάδα:



