Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γρανιτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρανιτικός -ή -ό [γranitikós] Ε1 : που περιέχει γρανίτη: Γρανιτική άμμος. Γρανιτικό πέτρωμα.

[λόγ. < γαλλ. granitique < granit(e) = γρανίτ(ης) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go