Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεννησιμιό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεννησιμιό το [jenisimnó] Ο38 : μόνο στη ΦΡ από γεννησιμιού (μου, σου, του κτλ.), κυρίως για ιδιότητα του χαρακτήρα που θεωρείται ότι υπάρχει από τη γέννηση: Είναι από γεννησιμιού του βλάκας. Ήταν από γεννησιμιού της καλόβολη· (πρβ. εκ γενετής).

[γέννησ(η) -ιμιό, κατά τα αναδεξιμιό(ς), βαφτισιμιό(ς)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go