Combined Search
| 60 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- γαρδέλιον το.
-
- Το ωδικό πτηνό σπίζα η ακανθοφάγος, κοιν. καρδερίνα:
- (Μπερτόλδος 39).
[<ιταλ. cardello. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (‑ι)]
- Το ωδικό πτηνό σπίζα η ακανθοφάγος, κοιν. καρδερίνα:
- γαρδεν‑,
- βλ. γαρδιν‑.
- γαρδένια η [γarδéna] Ο25 & [γarδénia] Ο27 : θαμνώδες φυτό με λευκά και πολύ ευωδιαστά λουλούδια: H ~ δεν προκόβει εύκολα, θέλει ζέστη και υγρασία. || το λουλούδι του φυτού: H ~ έχει άρωμα βαρύ.
[λόγ. < νλατ. gardenia (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. Garden (Σκοτσέζος βοτανολόγος) -ia = -ια]
- γάρδια η,
- βλ. γουάρδια.
- γαρδινάλης ο· γαρδενάλες· γαρδενάλης· γαρδενάρης· γαρδινάλεος· γαρδινάλες· γαρδινάλιος· γαρδινάριος· γαριτενεάλ· γκαρδινάλιος· γκαρδινάλος· καρδινάλης καρδινάλιος· καρδινάλις (‑εως)· καρδινάλος· πληθ. ‑λαίοι.
-
- Τίτλος ανώτερων κληρικών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καρδινάλιος:
- ο πάπας … γαρδινάλεον απέστειλεν, λεγάτον τόν εποίκεν (Χρον. Μορ. P 485· Χρον. σουλτ. 6733).
[<βεν. gardenal. Ο τ. ‑λεος στο Du Cange. Τ. ‑ριος το 13. αι. (LBG). Οι τ. καρδινάλιος και ‑ις (<λατ. cardinalis) τον 9. αι. (Soph.)· ο τ. καρδινάλιος και σήμ.]
- Τίτλος ανώτερων κληρικών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καρδινάλιος:
- γαρδούμπα η [γarδúmba] Ο25α : είδος φαγητού από πλεγμένα αρνίσια ή κατσικίσια έντερα, ψημένα συνήθ. στο φούρνο.
[μσν. γαρδούμιον (τροπή [m > b] ; θηλ. ίσως κατά το συκωταριά) < ιταλ. (διαλεκτ.) caldume με τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ], και τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)]
- γαριάζω [γarjázo] Ρ2.1α μππ. γαριασμένος : για ασπρόρουχα που από το κακό πλύσιμο παίρνουν με τον καιρό ένα κιτρινωπό χρώμα: Aυτό το σαπούνι μού γάριασε τα ρούχα. Tα γαριασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν. || (επέκτ.) για κάθε λευκή επιφάνεια που έχει κιτρινίσει από κακό πλύσιμο: Γάριασαν τα μάρμαρα / ο νεροχύτης.
[γάρ(ος) -ιάζω]
- γάριασμα το [γárjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του γαριάζω· το κιτρίνισμα των ασπρόρουχων και γενικότερα των λευκών επιφανειών, που προέρχεται από κακό πλύσιμο: Tο ~ των σεντονιών / του νιπτήρα.
[γαριασ- (γαριάζω) -μα]
- γαρίδα η [γaríδa] Ο26 : μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμο, πολύ νόστιμο και ακριβό έδεσμα: Φάγαμε γαρίδες. ΦΡ (έγινε) ~ το μάτι (του), ορθάνοιχτο: α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ. β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί. γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ.
γαριδούλα η YΠΟKΟΡ. γαριδίτσα η YΠΟKΟΡ. γαριδάκι* το YΠΟKΟΡ. [μσν. γαρίδα < καρίδα (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < αρχ. καρίς, αιτ. -ίδα· γαρίδ(α) -ούλα, -ίτσα]
- γαρίδα η.
-
- Γαρίδα:
- (Μπερτόλδος 22).
- Ως προσωποπ.:
- (αυτ. 45).
[<ουσ. καρίδα (βλ. ά.). Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Γαρίδα:



