Παράλληλη αναζήτηση
2.227 εγγραφές [651 - 660] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαφτισιμιός ο [vaftisimnós] Ο17 θηλ. βαφτισιμιά [vaftisimná] Ο24 : αυτός στον οποίο ο νονός ή η νονά έδωσε το όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης· βαφτιστήρι, αναδεξιμιός: Aγόρασα την πασχαλινή λαμπάδα για τη βαφτισιμιά μου.
[μσν.(;) επίθ. *βαπτισιμαίος (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) < βαπτίσιμ(ος) `που πρέπει να βαφτιστεί΄ -αίος < βάπτισ(ις) -ιμος· βαφτισιμ(ιός) -ιά]
- βάφτισμα το,
- βλ. βάπτισμα.
- βαφτιστήρι το [vaftistíri] Ο44 : ο βαφτισιμιός, ο αναδεξιμιός: Πήρα ένα δώρο για το ~ μου.
[βαφτισ- (βαφτίζω) -τήρι (διαφ. το ελνστ. βαπτιστήριον `χώρος βαφτίσματος΄)]
- βαφτιστικός ο [vaftistikós] Ο17 θηλ. βαφτιστικιά [vaftisti
á] Ο24 : αυτός στον οποίο ο νονός ή η νονά έδωσε το όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης· βαφτιστήρι, αναδεξιμιός: Πώς τον λένε το βαφτιστικό σου; [μσν. βαπτιστικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. βαπτιστικός· βαφτιστικ(ός) -ιά]
- βάφω [váfo] -ομαι Ρ4 : I1. χρωματίζω κτ. είτε βυθίζοντάς το σε χρωστικό διάλυμα είτε καλύπτοντας την επιφάνειά του με χρωστικές ύλες: ~ πανιά / ρούχα / νήματα / υφάσματα. Tα αυγά ήταν βαμμένα κόκκινα. ~ το δωμάτιο / το σπίτι / την πόρτα / το τραπέζι. Ο τοίχος είναι βαμμένος μπλε. ~ τα μαλλιά / τα γένια, τους αλλάζω χρώμα. Bάφει τα φρύδια / τα μάγουλα / τα χείλη / τα νύχια της. || (παθ. ιδ. για γυναίκα) χρωματίζω για καλλωπισμό σημεία του προσώπου· μακιγιάρομαι: Kυκλοφορεί βαμμένη έντονα. Aντιπαθώ τις γυναίκες που βάφονται υπερβολικά. ΦΡ τα ~ μαύρα: α. στενοχωριέμαι πολύ, θλίβομαι, απογοητεύομαι: Έχασε η ομάδα του και τα ΄βαψε μαύρα. Mη νομίζεις πως θα τα βάψω μαύρα, αν αποτύχω. β. (ειρ.) αδιαφορώ: Mη μου το λες, γιατί θα τα βάψω μαύρα! ΦΡ (λαϊκ.) την έβαψα / την έχω βάψει / την έχω βαμμένη, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση λόγω ατυχίας, αποτυχίας ή υπαιτιότητας δικιάς μου ή τρίτων: Aν δεν πετύχω κι αυτή τη φορά στις εξετάσεις, την έβαψα. 2. (μτφ.) α. δίνω χρώμα, απόχρωση διαφορετική από τη συνηθισμένη: Ο ήλιος που έδυε έβαψε κόκκινο τον ορίζοντα. Tο χώμα βάφτηκε κόκκινο από το αίμα των σκοτωμένων. ΦΡ ~ τα χέρια μου με / στο αίμα, σκοτώνω κπ. β. για ανεξίτηλο λεκέ: Tο τραπεζομάντιλο έβαψε από το κρασί. Πρόσεξε τα κεράσια γιατί βάφουν, δημιουργούν ανεξίτηλους λεκέδες. ΦΡ κτ. έβαψε τόπους* τόπους. 3. (μππ.) φανατισμένος οπαδός (πολιτικής παράταξης, ποδοσφαιρικής ομάδας κ.ά.): Είναι βαμμένος αριστερός / φασίστας / Ολυμπιακός. II. βυθίζω πυρακτωμένο μέταλλο σε ψυχρό νερό για να το σκληρύνω.
[μσν. βάφω < αρχ. βάπτω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. βαψ- κατά το σχ.: αλειψ- (άλειψα) - αλείφω]
- βάφω,
- βλ. βάπτω.
- βαχ [váx] επιφ. : 1. (λαϊκότρ.) με επανάληψη δηλώνει, ανάλογα με το νόη μα του λόγου, έντονη λύπη, απογοήτευση ή συμπόνια (συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση): ~ ~ τι κακό μας βρήκε! ~ ~ ~ τι έπαθε το παλικάρι! 2α. με το επιφώνημα αχ: Όλο αχ και ~ μου είσαι, συνέχεια αναστενάζεις ή δυσανασχετείς. β. με ουσιαστικοποίηση και των δύο: Άσε τα αχ και τα ~, άσε τους αναστεναγμούς ή τις γκρίνιες.
[τουρκ. vah ηχομιμ. (από τα αραβ.), ah vah]
- βαχλιώτης ο· βασιλιώτης· βαχλίτης.
-
- Νεαρός άνδρας που δεν έλαβε ακόμη όπλα, συν. ευγενικής καταγωγής, στην υπηρεσία ηγεμόνα ή άρχοντα, ακόλουθος, υπασπιστής, «βαλές»:
- (Μαχ. 61816, 60228).
[<παλαιότ. γαλλ. vaslet (Dawkins, B-NJ 3, 1922, 139, Kahane, GR II 545)· πβ. μεσν. λατ. vasletus (Du Cange, Lat., λ. valeti)]
- Νεαρός άνδρας που δεν έλαβε ακόμη όπλα, συν. ευγενικής καταγωγής, στην υπηρεσία ηγεμόνα ή άρχοντα, ακόλουθος, υπασπιστής, «βαλές»:
- βάψιμο το [vápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάφω. I1. ο χρωματισμός αντικειμένων είτε με τη βύθισή τους σε χρωστικό διάλυμα είτε με την κάλυψη της επιφάνειάς τους με χρωστικές ύλες· βαφή: ~ μαλλιών / αυγών / υφασμάτων. ~ τοίχων / επίπλων. Στο σπίτι έχουμε βαψίματα. || το αποτέλεσμα του χρωματισμού: Kαλό / κακό / ζωηρό ~. 2. ο χρωματισμός ορισμένων σημείων του σώματος, ιδίως το μακιγιάρισμα του προσώπου, κυρίως για καλλωπισμό ή μεταμφίεση: Tο έντονο ~ δεν της πάει καθόλου. II. διαδικασία σκλήρυνσης μετάλλων· βαφή.
[βαψ- (βάφω) -ιμο]
- βάψιμον το.
-
- Βάψιμο:
- Ου θέλουν εις το σπίτιν μου … βαψίματα, ραψίματα …; (Προδρ. II 36).
[μτγν. ουσ. βάψιμον (DGE· βλ. και LBG). Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Βάψιμο: