Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουβαλίσιος -α -ο [vuvalísxos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται σε βουβάλι ή που προέρχεται από αυτό: Bουβαλίσια κέρατα. Bουβαλίσιο κρέας / γάλα.
[βουβάλ(ι) -ίσιος]



