Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουτυροκόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυροκόμος ο [vutirokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την παρασκευή βουτύρου.

[λόγ. βουτυρο- + -κόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go