Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βάτα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάτα η [váta] Ο25 : λεπτό στρώμα από βαμβάκι ή από άλλο υλικό για την εσωτερική ενίσχυση των ρούχων, συνήθ. στους ώμους: Zακέτα / φόρεμα με βάτες.

[βεν. ovata (ιταλ. ovatta) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή μέσω του γερμ. Watt(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go