Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βάρον
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρονέτος ο [varonétos] Ο18 : τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (ανάμεσα στον ιππότη και στο βαρόνο).

[λόγ. < ιταλ. baronetto < αγγλ. baronet (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρονία η [varonía] Ο25 : 1. φέουδο, κτήματα που ανήκουν σε βαρόνο. 2. το σύνολο των βαρόνων μιας χώρας και γενικότερα η αριστοκρατία.

[λόγ. < ιταλ. baron(ia) ή γαλλ. baronn(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρόνος ο [varónos] Ο18 θηλ. βαρόνη Ο30 [varóni] & βαρονέσα [varo nésa] Ο25 : 1. τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, κατώτερος από τον κόμη. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου με μεγάλη και ανεξέλεγκτη δύναμη σε κάποιον τομέα: Οι βαρόνοι της κοκαΐνης / του κόμματος.

[λόγ. < ιταλ. baron(e) & γαλλ. baron -ος (από τα γερμ.) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. βαρόν(ος) -η· βαρόν(ος) -έσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go