Combined Search
| 781 items total [541 - 550] | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοπραγμάτωση [aftopraγmátosi] η, (L)
- self-realization, self-fulfillment:
- η ~ αναγνωρίζει την αξία της ομορφιάς για την ανθρώπινη ζωή (Papanoutsos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1874, 1890]) αυτοπραγμάτωσις, cpd w. πραγμάτωσις (Koumanoudis: 1867, 1897) & ModG πραγμάτωση]
- self-realization, self-fulfillment:
- αυτοπροαίρετα [aftoproéreta] adv (L)
- of one's own accord or initiative, willingly, voluntarily (near-syn απαρακίνητα, αυθόρμητα, αυτόβουλα 1):
- δεν εννοεί τον καταναγκασμό, θέλει ~ να δοθεί (Panagiotop) |
- πήραν απάνω τους ~ την ευθύνη να ξαναπλάσουν τον κόσμο (id.) |
- κατέβαιναν είτε ~ είτε υπακούοντας σε προσταγή της εξουσίας (Floros) |
- κάτι άγρια ξημερώματα ~ προσήλθε ένα γαϊδούρι να μείνει μέσα στο κοιμητήριο (Papatsonis)
[der of αυτοπροαίρετος; cf kath αυτοπροαιρέτως]
- of one's own accord or initiative, willingly, voluntarily (near-syn απαρακίνητα, αυθόρμητα, αυτόβουλα 1):
- αυτοπροαίρετος, επίθ.
-
- Που ενεργεί με δική του προαίρεση:
- αν αυτοπροαίρετος ου θέλει να γυρίσει, επάρετέ τον πεταστόν (Bέλθ. 118).
[μτγν. επίθ. αυτοπροαίρετος]
- Που ενεργεί με δική του προαίρεση:
- αυτοπροαίρετος, -η, -ο [aftoproéretos] (L)
- deriving fr or based on one's own accord, initiative or freewill, voluntary (near-syn αυθόρμητος 1, αυτεπάγγελτος 1, αυτόβουλος 2):
- ~ έρανος |
- αυτοπροαίρετη βοήθεια, πειθαρχία, συμμετοχή |
- η συνοίκηση [στις μεγάλες πολιτείες] δεν είναι αυτοπροαίρετη, στηρίζεται σ' ένα καταναγκασμό (Panagiotop)
[fr kath αυτοπροαίρετος ← postmed (Somavera) ← ByzG (4th & 5th c.) & PatrG, cpd w. AG προαιρετός (cf also adv PatrG αὐτοπροαιρέτως); cf ἀπροαίρετος (Aristotle), εὐπροαίρετος (Ptol. +), ἰδιοπροαίρετος]
- deriving fr or based on one's own accord, initiative or freewill, voluntary (near-syn αυθόρμητος 1, αυτεπάγγελτος 1, αυτόβουλος 2):
- αυτοπροαιρέτως, επίρρ.
-
- Mε τη (δική μου) προαίρεση, εκούσια:
- κοινῄ γαρ γνώμῃ πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν (Δούκ. 35113).
[<επίθ. αυτοπροαίρετος. H λ. τον 4. αι.]
- Mε τη (δική μου) προαίρεση, εκούσια:
- αυτοπροβάλλομαι [aftoproválome] aor subj αυτοπροβληθώ, (L)
- ① put o.s. forward, present or project o.s.:
- πρέπει ν' αναζητήσομε .. τον ποιητή όπως αυτοπροβάλλεται, .. όπως ο ίδιος συλλαμβάνει .. τον εαυτό του (Papanoutsos) |
- να προβληθούν από κάποιους, όχι ν' αυτοπροβληθούν, και οι πνευματικές αξίες του καιρού μας (Panagiotop)
- ⓐ project o.s. in the public eye, advertise or praise o.s., blow one's own horn (syn αυτοδιαφημίζομαι):
- ας μην αυτοπροβάλλονται ορισμένοι για τις επιτυχίες της παρέλασης
- ② promote or advance o.s. (socially, economically etc):
- oι άρχοντες, που επιδιώκουν να επωφεληθούν και να αυτοπροβληθούν, έχουν περισσότερες ικανότητες να κινηθούν (Vacalop)
[fr kath (neol) αυτοπροβάλλομαι, cpd w. προβάλλομαι]
- ① put o.s. forward, present or project o.s.:
- αυτοπροβαλλόμενος, -η, -ο [aftoprovalόmenos] (L)
- projecting o.s. in the public eye, praising or promoting o.s.:
- οι αυτοπροβαλλόμενοι σωτήρες των ομογενών έκαμαν αδεξιότητες
[fr kath αυτοπροβαλλόμενος, prp of αυτοπροβάλλομαι]
- projecting o.s. in the public eye, praising or promoting o.s.:
- αυτοπροβολή [aftoprovolí] η, (L)
- projection of o.s. in the public eye, self-praise (syn αυτοδιαφήμιση):
- έργα φιγούρας και αυτοπροβολής |
- κάνουν ενέργειες για ~ |
- ψοφάει για λιγουλάκι ~ |
- στην εποχή αυτή της υπέρμετρης αυτοπροβολής .. κρύβουν κάτω από τον μόδιον την ακτινοβολία του λύχνου των (Palaiologos) |
- οι εξομολογήσεις είναι μια άλλη μορφή αυτοπροβολής (Panagiotop, adapted)
[fr kath (neol) αυτοπροβολή, cpd w. προβολή (Soph. +)]
- projection of o.s. in the public eye, self-praise (syn αυτοδιαφήμιση):
- αυτοπροσδιορίζομαι [aftoproz∂iorízome] (L)
- determine or define o.s.:
- ο άνθρωπος αυτοπροσδιορίζεται με ό,τι πράττει
[neol, cpd w. προσδιορίζομαι]
- determine or define o.s.:
- αυτοπροσδιορισμός [aftoproz∂iorizmós] ο, (L)
- act or process of determining or defining o.s. (ant ετεροπροσδιορισμός):
- επιβάλλει μια ριζική αναθεώρηση αυτού του αυτοπροσδιορισμού
[cpd w. (Galen +) προσδιορισμός]
- act or process of determining or defining o.s. (ant ετεροπροσδιορισμός):



