Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατιμαστής
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμαστής [atimastís] ο,
  • disgracer, dishonorer, defiler:
    • θυμήθηκε .. το μίσος που 'χαν σταλάξει μέσα της .. για τον ατιμαστή των βωμών του έθνους της (Roufos) |
    • poem .. ποιο παράλλαμα, γραικός, γασμούλος, ξένος |..| σε τάραξε, σε ξύπνησε, σε ξέβρασε συντρίμι, | μαγαριστής, ~

[fr MG (CGL) ατιμαστής, der of ατιμάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go