Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασυμπαθώς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασυμπαθώς, επίρρ.
  • Xωρίς συμπάθεια, χωρίς οίκτο· ανελέητα:
    • (Διγ. Gr. 1613).

[μτγν. επίρρ. ασυμπαθώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμπαθώς [asimbaθós] adv (L)
  • unsympathetically, unfavorably, unapprovingly, negatively (near-syn δυσμενώς L, εχθρικά):
    • ο διευθυντής είναι προδιατεθειμένος ~

[fr kath ασυμπαθώς ← MG ασυμπαθώς ← K ἀσυμπαθῶς, der of ἀσυμπαθής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go