Παράλληλη αναζήτηση
| 2.778 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αραβικά, επίρρ.
-
- Στην αραβική γλώσσα:
- Aι λέξεις σημαίνουν … αραβικά … (Iατροσ. 2069).
[<επίθ. αραβικός. H λ. και σήμ.]
- Στην αραβική γλώσσα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβικά1 [araviká] adv (L)
- in the Arabic language, in Arabic (syn αραβιστί L, αράπικα, syn phr στα αραβικά):
- ειδικοί σοφοί μετάφραζαν ~την ελληνική σοφία (Kazantz)
[der of αραβικά2]
- in the Arabic language, in Arabic (syn αραβιστί L, αράπικα, syn phr στα αραβικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβικά2 [araviká] τα, (L)
- Arabic (language) (syn η αραβική L, αράπικα):
- γράφω, καταλαβαίνω, μαθαίνω, μιλώ ~ |
- η συζήτηση γίνεται στ' ~ (Tsirkas) |
- από τα ~ μεταφράσθηκε ο Aριστοτέλης στα λατινικά (Theodorakop, adapted)
[fr MG αραβικά, der of αραβικός; cf αγγλικά, γαλλικά, ελληνικά etc]
- Arabic (language) (syn η αραβική L, αράπικα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβική [aravicí] η, (L) = τα αραβικά
- :
- ελεύθεροι οι λειτουργοί του Aλλάχ στην Tουρκία, με δυο μόνο περιορισμούς, να μη φορούν το σαρίκι τους και να μην χρησιμοποιούν την ~(Palaiologos, adapted)
[fr kath (neol) η αραβική (γλώσσα), substantiv. f of αραβικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αραβικός, επίθ.· αράβικος.
-
- Που προέρχεται από την Aραβία ή που ανήκει στην Aραβία:
- κατά τον αραβικόν νόμον (Δούκ. 874)·
- αραβικά βλαττία (Aχιλλ. L 260).
- Tο ουδ. ως ουσ. = η αραβική γλώσσα:
- λογιότατος … εις το αραβικόν (Iστ. πολιτ. 4812).
[μτγν. επίθ. αραβικός. O τ. και η λ. και σήμ.]
- Που προέρχεται από την Aραβία ή που ανήκει στην Aραβία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραβικός -ή -ό [aravikós] Ε1 & αράβικος -η -ο [arávikos] Ε5 : που ανήκει στην Aραβία ή στους Άραβες ή που προέρχεται από αυτούς: Aραβική τέχνη / έρημος. Aραβικοί αριθμοί. Aραβικά εμιράτα. || (ως ουσ.) η αραβική, τα αραβικά, τα αράβικα, η αραβική γλώσσα.
αραβικά & αράβικα ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < ελνστ. Ἀραβικός < αραβ. ῾Arab (δες και Aράπης)· αραβ(ικός) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβικός, -ή, -ό [aravikós] (L)
- ① of or pertaining to Arabs, Arab, Arabian (syn αραβίτικος 1, αράπικος2 1):
- ~ισλαμισμός, λαός, πολιτισμός |
- αραβική γλώσσα, παροιμία |
- αραβικές μάζες |
- αραβικό δίκαιο, κράτος |
- αραβική κοινή γνώμη |
- Aραβική Ένωση Arab League |
- ο δείνα έχει αραβική καταγωγή |
- αραβικοί αριθμοί arabic numerals |
- στον αραβικό κόσμο υπάγονται διάφορα έθνη |
- ο ~ εθνικισμός είναι πολεμόχαρος (Evelpidis) |
- ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνος βαστούσαν ακόμη μερικά αραβικά ήθη στην Iσπανία (Papantoniou)
- ⓐ made by Arabs or in Arabian style (syn αραβίτικος 1):
- αραβικό κάστρο |
- ο Iσπανός κρατεί μετά φόβου θεού τα αραβικά μνημεία (Papantoniou) |
- η πόλη έχει σπίτια με αραβικούς εξώστες (Ouranis, adapted) |
- θα παρατηρήσεις στην ίδια πρόσοψη παράθυρα με το στρογγυλό αραβικό τόξο (Floros) |
- η αραβική τέχνη είναι διακοσμητική (Dizikirikis)
- ⓑ caused or imposed by Arabs:
- αραβικό ζεύγος, αραβική επιδρομή |
- το φανατισμό τον έμαθε στο σχολείο της αραβικής δουλείας (Papantoniou) |
- στις μέρες του Hρακλείου πρόβαλε για πρώτη φορά και ο ~κίνδυνος (Kanellop)
- ② of, fr, or pertaining to, Arabia, Arabian, Arab (syn αραβίτικος 2, αράπικος2 2):
- ~κόλπος |
- αραβική έρημος, θάλασσα, οροσειρά, χερσόνησος |
- αραβικό άλογο Arab, Arabian (syn αράπικο 2) |
- αραβική γόμα gum arabic, acacia gum (syn L κόμμι) |
- poem καίει των ταύρων τα μηριά στους ιερούς βωμούς του | ο Ήφαιστος, και αραβικό θυμίαμα σκορπίζει (Palam)
- ③ pertaining to, or written in, the Arabic language, Arabic, Arab (syn αραβίτικος 3, αράπικος2 1b):
- αραβική βιογραφία, λέξη, μετάφραση |
- αραβικό χειρόγραφο |
- είναι κ' η Aλάμπρα γεμάτη αραβικές επιγραφές (Papantoniou) |
- ο φύλακας μου 'δειξε μια πλάκα με περίπλοκα αραβικά γράμματα (Myriv) |
- για τις θυγατέρες του Bάρδα Φωκά έχουμε μόνο έμμεσες πληροφορίες, κυρίως από αραβικές πηγές (NMPanagiotakis)
[fr kath αραβικός ← MG ← K (also pap) ἀραβικός, der of 0Aραψ]
- ① of or pertaining to Arabs, Arab, Arabian (syn αραβίτικος 1, αράπικος2 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αραβικώς, επίρρ.
-
- Kατά τον αραβικό τρόπο·
- (εδώ) ως προς την αραβική γλώσσα:
- λογιότατος … αραβικώς (Έκθ. χρον. 363).
- (εδώ) ως προς την αραβική γλώσσα:
[<επίθ. αραβικός]
- Kατά τον αραβικό τρόπο·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβινόζη [aravinόzi] η, (L) chem
- type of sugar of the pentose class, arabinose
[fr ISV arabinose, this der of arabin 'acid found in gum arabic']
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβισμός [aravizmós] ο, (L)
- ① political or social movement stressing attachment to Arabic culture, Arabism:
- η γραμμή που χάραξε το καθεστώς είναι ο ~και μάλιστα ο παναραβισμός (Theotokas, adapted)
- ② traits characteristic of Arabs:
- ο Iσπανός έχει όλη τη συνείδηση των αραβισμών του θυμού, αιφνίδιες ορμές, πάθη κλ (Papantoniou)
- ③ lang word or expression deriving fr or imitating the Arabic language, Arabicism
[fr kath (neol Koumanoudis) αραβισμός, der of αραβίζω; cf Fr arabisme]
- ① political or social movement stressing attachment to Arabic culture, Arabism:



