Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργό
167 items total [111 - 120]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άργος Αμφιλοχικό [árγos amfiloçikό] το, (L) AG geogr
  • name of capital of Amphilokhia (NAcarnania)

[fr kath Άργος Aμφιλοχικόν ← K, AG Ἄργος Ἀμφιλοχικόν]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άργος1 [árγos] το, gen Άργους, (L) geogr
  • name of town in NEPelop:
    • είναι στιγμές που ο Όμηρος δε βλέπει παρά το ~· ολόκληρος ο Eλληνισμός χάνεται από τα μάτια του (Panagiotop)

[fr K, AG 0Aργος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργός1 [arγós] ο,
  • ① inactive or idle person (near-syn τεμπέλης):
    • εις μια τέτοια πολιτεία ο ~και ξοδευτής είναι εχθρός του ενεργού και δουλευτού (Demetrieis) |
    • poem αιώνες δεν απόστασες ..|..| αργούς να τρέφεις στάζοντας ιδρό; (KChatzop)
  • ② region. (Aegean) male of the honeybee, drone (syn κηφήνας)

[substantiv. m of αργός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άργος2 [árγos] ο, (L) AG myth.
  • name of many-eyed monster, Argus:
    • καθέν' από τα πλάσματά της η τέχνη το κάνει Άργο με χίλια μάτια, για να γίνεται ορατή η εσώτερη ψυχή (Papanoutsos, transl of Hegel)

[fr kath Άργος ← K, AG 0Aργος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργός2, -ή, -ό [arγós]
  • ① not working, inactive, idle (syn αδρανής 2, άεργος, ant ενεργός):
    • αργή ζωή, μελέτη |
    • αργό αέριο phys inert gas |
    • αργά χρήματα money earning no interest |
    • αποκρούω την ιδέα εκείνων, που χαρακτηρίζουν αργούς όλους όσοι δεν ανακατώνονται στην πρακτική ζωή (Palam) |
    • μόνον ο καλλιτέχνης ορμά στην πράξη, ενώ ο φιλόσοφος θεωρείται ~; (Michelis) |
    • δεν ήταν τρόπος να σταθώ πια ~ κι αμέτοχος εμπρός στη βαναυσότητα κλ (Theotokas) |
    • με όποιον καιρό θα ψάρευε, δε θα 'μενε ~ στο λιμάνι (Zappas) |
    • poem .. στα πελαγόδρομα, δοξαρωτά καράβια | κάθεται ~, τι του Aγαμέμνονα κρατάει θυμό του ρήγα (Homer Il 7.230 Kaz-Kakr)
  • ⓐ eccl, milit relieved of one's duties, suspended:
    • folkt όποιος δεν ηξέρει να ξηγήσει το βαγγέλιο, θα τον κάνει αργό και θα του ξυρίσει τα γένεια του (Loukatos) |
    • συλλογίστηκε το διάκο που τον είχε κάμει αργό ο άγιος δέσποτας (Angeloglou)
  • ② characterized by absence of rapidity, slow, slack, sluggish, dilatory (syn αργητός 1, αργοκίνητος, αργοπορημένος2 2, αργόπορος, βραδύς, σιγανός):
    • ~διαβάτης, μάστορας, περίπατος, σκοπός, στίχος |
    • αργή ανάσα, αφήγηση, μουσική, φωνή |
    • αργή πορεία, στροφή, χειρονομία |
    • αργό βάδισμα (syn συρτό βάδισμα) |
    • με αργό βήμα slow-paced |
    • αργό αμάξι, βαπόρι, κοπάδι, ποτάμι, τρένο |
    • αργό καμπάνισμα, μοτίβο, χάδι, ψιχάλισμα |
    • αργά κύματα, νερά |
    • το αργό πέρασμα του χρόνου |
    • είδε τον άγνωστο κι ~ πήγε κοντά του (Vlachogiannis) |
    • όλο ταχτοποιούσε, αμίλητος κι ~ στις κινήσεις του (Charis) |
    • καπνίζει με αργές, ισόχρονες ρουφηξιές (TAthanasiadis) |
    • ο ήχος της καμπάνας δε θα κάμει κανένα βήμα του περιπάτου αργότερο ή γοργότερο (Papantoniou) |
    • poem πεθαίνουν αθώοι | κι αργό μοιρολόι | αρχίζεις κλ (Solom)
  • ⓑ taking up a long time, slow, protracted, gradual, lingering:
    • ~θάνατος, ύπνος |
    • αργή ανάπτυξη, εξέλιξη, μεταβολή, προετοιμασία |
    • εξολοθρεύει με αργό αλλά σίγουρο χαλασμό τον ευγενικότερο λαό του κόσμου (Rotas) |
    • η προσπέλαση της τοποθεσίας .. είναι δύσκολη, αργή, βήμα το βήμα (Terzakis) |
    • η ακατανίκητη δίψα της ηδονής .. γίνεται αργή φθορά (Zotos)
  • ⓒ phr τα ζώα μου αργά in predic function αυτός (αυτή, αυτοί, αυτές etc) είναι τα ζώα μου αργά he (she etc) is slow or lazy:
    • | fig he (she etc) is slow-witted or dull
  • ③ being in a crude state, unwrought, raw, unfinished (syn αδούλευτος A2, ακατέργαστος, 1, ανεπεξέργαστος):
    • ~σίδηρος pig iron |
    • ~ μόλυβδος work lead |
    • ~ λίθος quarry stone, rubble |
    • αργό πετρέλαιο crude oil (syn ακάθαρτο πέτρωμα) |
    • στα ιωνικά ανάγλυφα έχουμε συνήθως αργό ιωνικό κυμάτιο (Bakalakis)

[fr postmed, MG αργός ← PatrG, K (also pap), AG ἀργός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοσάλεμα το [arγosálema] Ο49 : αργή, ελαφριά κίνηση, μετατόπιση.

[αργοσαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοσάλεμα [arγosálema] το,
  • slow movement, gentle or slight stir:
    • ~του κύκνου, του χεριού |
    • ακούγονταν οι καλαμιές, που τραβούσανε σ' ατέλειωτο μάκρος το πνιγμένο τους ~ (Sachinis)

[der of αργοσαλεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοσάλευτα [arγosálefta] adv
  • w. a slow movement or slight stir (near-syn αργοκίνητα):
    • οι γέννες κάποιων αισθημάτων και ιδεών ~και αθέλητα περνούν από σταθμούς κι από στάδια όσο να κατασταλάξουν στο τέρμα (Palam)

[der of αργοσάλευτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοσάλευτος -η -ο [arγosáleftos] Ε5 : (λογοτ.) που μετακινείται αργά: Aργοσάλευτο καράβι.

[αργοσαλεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοσάλευτος, -η, -ο [arγosáleftos]
  • moving slowly, stirring gently or slightly (syn in αργοκίνητος):
    • ~ωκεανός, αργοσάλευτο φίδι |
    • αργοσάλευτα άλογα, δάχτυλα, καΐκια, μαντήλια, σπαρτά, σύννεφα |
    • γυρίζει, προχωρεί ~ |
    • ρίξαμε στερνή αργοσάλευτη ματιά στο εξαίσιο όραμα (Kazantz) |
    • κοιτούσε την ομίχλη να σέρνεται πάνω στο αργοσάλευτο ρέμα του Σηκουάνα (Karagatsis) |
    • η νύχτα γι' αυτόν είναι ένα σκοτάδι πηχτό και αργοσάλευτο (Spandonidis) |
    • γλάροι με αργοσάλευτες φτερούγες συνόδευαν το καράβι μας (TStefanidis)

[cpd w. postmed (Somavera) σαλευτός (: σαλεύω)]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...17   Next >
Go to page:Go