Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργολιθοδομή
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργολιθοδομή η [arγoliθoδomí] Ο29 : τοιχοποιία με ακατέργαστη πέτρα και με συνδετικό κονίαμα· (πρβ. ξερολιθιά).

[λόγ. < αρχ. ἀργ(ός) (στη σημ.: `ανεπεξέργαστος΄) -ο- + λιθοδομή]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργολιθοδομή [arγoliθo∂omí] η, (L)
  • construction w. rough irregular stones, field-stone construction, rubblework:
    • τον τετράγωνο τύμβο τον συγκρατούσε τοίχος από ~ |
    • τα τοιχώματά του έχουν ελλιπή επένδυση με τοίχους όχι ισοδομικούς .. αλλά από μικρές ακανόνιστες πέτρες (~) (Papachatzis) |
    • εξωτερικά η τοιχοδομία, απλή ~, κοσμείται με οδοντωτές ταινίες στις παρυφές των στεγών (Bakirtzis)

[cpd w. λιθοδομή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go