Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρασέ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρασέ το [arasé] Ο (άκλ.) : (αθλ.) κίνηση στην άρση βαρών, με την οποία ο αθλητής προσπαθεί να τα σηκώσει σε δύο χρόνους· (πρβ. ζετέ).

[λόγ. < γαλλ. arraché]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go