Combined Search
| 3,571 items total [221 - 230] | << First < Previous Next > Last >> |
- απόγευμα το [apójevma] & απόγεμα το [apójema] Ο49 : το διάστημα της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και στη δύση του ήλιου: Xειμωνιάτικο ~. Tο φως του απογέματος. Θα φύγω την Kυριακή το ~. Xθες / αύριο / σήμερα το ~. Στις τέσσερις το ~. || (ως επίρρ.): Nα ΄ρθεις ~ για να τον βρεις.
απογευματάκι το & απογεματάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως για τις πρώτες ώρες του απογεύματος: Έλα το ~, κατά τις τέσσερις. [μσν. *απόγευμα (πρβ. μσν. απόγιομαν κατά το γεύμα > γιόμα) < απο- γεύμα (διαφ. το ελνστ. ἀπόγευμα `το να γευτεί κάποιος΄)· μσν. *απόγεμα < απόγευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- απόγευμα το· απόγεμα· απόγιομα· απόγιομαν.
-
- 1) O χρόνος μετά το μεσημέρι:
- την βουλήν αφήκεν την ως το απόγιομαν (Mαχ. 3924).
- 2) (Ως επίρρ.) μετά το μεσημέρι:
- απονωρίς τ’ απόγεμα συντροφιαστές κινούσι (Eρωτόκρ. A´ 1383).
[μτγν. ουσ. απόγευμα. O τ. ‑γεμα στο Bλάχ. και σήμ. Oι τ. ‑γιομα, ‑αν και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) O χρόνος μετά το μεσημέρι:
- απογευματινή η· απογιοματινή.
-
- Tο διάστημα μετά το μεσημέρι έως τη δύση του ήλιου:
- (Eρωτόκρ. B´ 663).
[θηλ. του επιθ. απογευματινός ως ουσ. T. απογεματινή σήμ. ιδιωμ.]
- Tο διάστημα μετά το μεσημέρι έως τη δύση του ήλιου:
- απογευματινός -ή -ό [apojevmatinós] & απογεματινός -ή -ό [apojema tinós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο απόγευμα ή που γίνεται απόγευμα: ~ ήλιος. Aπογευματινή εφημερίδα / συνάντηση. ~ περίπατος / ύπνος. Aπογευματινό φόρεμα / ταγέρ, που φοριέται το απόγευμα. || για μαθητή που πηγαίνει σχολείο το απόγευμα ή για εργαζόμενο με απογευματινό ωράριο: Tρεις φορές την εβδομάδα είναι ~. 2. (ως ουσ.) α. το απογευματινό, πρόχειρο γεύμα ανάμεσα στο μεσημεριανό και στο βραδινό: Δεν τρώει ποτέ απογευματινό. β. η απογευματινή: β1. θεατρική παράσταση που δίνεται το απόγευμα: Λαϊκή απογευματινή. Πήρα εισιτήρια για την απογευματινή. || απογευματινή κινηματογραφική προβολή. β2. (παρωχ.) κοσμική συγκέντρωση που γίνεται το απόγευμα: Είμαι καλεσμένη σε μια απογευματινή.
[μσν. *απογευματινός (πρβ. μσν. απογιοματινή κατά το απόγευμα > απόγιομα) < απογευματ- (απόγευμα) -ινός· μσν. *απογεματινός < απογευματινός με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- απογεύομαι· αόρ. επογεύτηκα.
-
- 1) Παίρνω τροφή:
- (Iερακοσ. 44333).
- 2) Tελειώνω το γεύμα μου:
- απήτις απογεύτημε, όλοι εμαζωκτήκαν (Διήγ. ωραιότ. 325).
[αρχ. απογεύομαι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παίρνω τροφή:
- απογεύομαι [apoyévome] ipf απογευόμουν, aor απογεύτηκα (subj απογευτώ), pf & plupf έχω-είχα απογευτεί
- ① test the quality of (food or drink), taste (syn γεύομαι, δοκιμάζω):
- ο καβουράκος απογεύεται με τα δυο πιρουνάκια του το τρυφερό χνούδι (Myriv) |
- το τζόβενο απογεύτηκε τον καφέ κ' έφτυσε (Foteinos) |
- poem .. οι Λωτοφάγοι .. | .. τους έδιναν λωτό ν' απογευτούνε (Homer Od 9.93 Kaz-Kakr)
- ⓐ fig:
- ο Δ. απογεύεται γουλιά γουλιά την πίκρα της (Myriv)
- ② finish eating (syn αποτρώγω, aor απόφαγα):
- η κοπέλα είχε απογευτεί, έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και κοίταξε μακριά (Prevelakis) |
- μόλις απογεύτηκαν, ξεκίνησαν για την πρώτη γραμμή (ChZalokostas)
[fr postmed (Somavera), MG απογεύομαι ← K, AG]
- ① test the quality of (food or drink), taste (syn γεύομαι, δοκιμάζω):
- απόγευση [apóyefsi] η, (& Kazantz απόγεψη)
- taste remaining in mouth after eating or drinking, aftertaste (syn γεύση):
- γλυκιά, πικρή, υπόξινη ~
- ⓐ fig:
- η ομορφιά αφήνει θανατερή απόγεψη στα χείλη μου (Kazantz) |
- σαν η ~ το ζητά, διαβάζει κανείς κι άλλα ποιήματα του ποιητή (RApostolidis)
[fr MG (6th c., also pap) απόγευσις, der of K, AG ἀπογεύομαι]
- taste remaining in mouth after eating or drinking, aftertaste (syn γεύση):
- απόγι το.
-
- Ψυχρό ρεύμα αέρα:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 598).
[ουδ. του αρχ. επιθ. απόγειος ως ουσ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ψυχρό ρεύμα αέρα:
- απόγι s. απόγειο.
- απογιγαντισμός [apoyiγandizmós] ο, (L)
- process of abnormal growth, gigantism, giantism:
- παρατηρείται ~ των μεγάλων πληθυσμιακών κέντρων
[neol, cpd w. γιγαντισμός]
- process of abnormal growth, gigantism, giantism:



