Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απο
3,571 items total [3231 - 3240]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασισμένος, -η, -ο [apofasizménos]
  • ① having made up one's mind, determined, resolved (ant αναποφάσιστος2 1):
    • αποφασισμένοι νέοι, σύντροφοι |
    • ~ να καταστραφεί bent on self-destruction |
    • με καρδιά αποφασισμένη παραιτήσανε το Σούλι (Vlachogiannis) |
    • τον ακολούθησαν, αποφασισμένοι να ζήσουν την ασκητική ζωή γυρίζοντας τον κόσμο (Papantoniou) |
    • έδειχνε αποφασισμένη για μια μάχη, που την ένοιωθε χαμένη κιόλα (KPolitis) |
    • υπήρξε ο πλέον ~ υπερασπιστής της ανεξαρτησίας της εκκλησίας (Tatakis)
  • ② considered lost, written off, condemned (syn ξεγραμμένος):
    • ~ άρρωστος |
    • είπε ο γιατρός πως είμαι ~ για θάνατο; (Panagiotop)
  • ③ upon which a decision has been made, decided upon (ant αναποφάσιστος2 2):
    • αποφασισμένες ενέργειες |
    • poem .. θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση (Elytis)

[fr postmed (Somavera) αποφασισμένος, ppp of αποφασίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασιστικά [apofasistiká] adv (L)
  • ① w. determination, decidedly, resolutely, boldly (syn αποφασισμένα):
    • αποκρίθηκε, διάβηκε, μίλησε, μπήκε, σκέφτηκε ~ |
    • στάθηκε ~ |
    • η γλώσσα του είναι ~ και στέρεα ακουμπισμένη στη λαϊκή γλώσσα (Palam, adapted) |
    • το Bυζάντιο έγειρε ~ |
    • τα τανκς κατέβαιναν ~ |
    • τα κράτη της μακρινής Aσίας στράφηκαν ~
  • ② to a great extent, decisively, substantially, crucially (syn κρίσιμα):
    • ενισχύει, επηρεάζει, ευθύνεται, συμβάλλει ~ |
    • ~ περιορισμένη δύναμη |
    • η υγεία του κλονίστηκε ~ |
    • την ώρα εκείνη κρίνουνταν ~ η τύχη του (Drosinis) |
    • η άλγεβρα προωθήθηκε ~ |
    • αυτά τα τραγούδια είναι που χωρίζουν αποφασιστικότερα τις γενιές (Panagiotop)

[fr postmed (Somavera) αποφασιστικά, der of αποφασιστικός]

[Λεξικό Κριαρά]
αποφασιστικός, επίθ.
  • (Προκ. για αποφθέγματα) που κλείνει, περιέχει ουσιαστικό νόημα:
    • (Mπερτόλδος 3).

[<αόρ. του αποφασίζω + κατάλ. τικός. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφασιστικός -ή -ό [apofasistikós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που παίρνει γρήγορα αποφάσεις, που δε διστάζει υπολογίζοντας τις δυσκολίες ή τους κινδύνους: Για να λυθούν τα χρόνια και ακανθώδη προβλήματα πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση ένας ~ και δραστήριος άνθρωπος. β. που χαρακτηρίζει αποφασιστικό άνθρωπο: Kράτησε μια αποφασιστική και ανυποχώρητη στάση. Mίλησε με αποφασιστικό τόνο. 2. για κτ. πολύ σημαντικό και κρίσιμο από το οποίο εξαρτάται το αποτέλεσμα ή η εξέλιξη μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας· καθοριστικός: Ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις ήταν ~. H τελευταία μάχη ήταν η αποφασιστική. Έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. αποφασιστικά ΕΠIΡΡ 1. με αποφασιστικότητα: Έδρασε / απάντησε ~. 2. καθοριστικά: H γέννηση του παιδιού άλλαξε ~ τη ζωή της.

[λόγ. αποφασισ- (αποφασίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. décisif (διαφ. το μσν. αποφασιστικός `που περιέχει νόημα΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασιστικός1 [apofasistikós] ο, (L)
  • determined or strong-willed person (ant αναποφάσιστος1):
    • ο ~ παραβλέπει λεπτομέρειες, που μπορεί να έχουν καίρια σημασία (Panagiotop)

[substantiv. m of αποφασιστικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασιστικός2, -ή, -ό [apofasistikós] (L)
  • ① determined, resolute, bold, strong-willed (ant αναποφάσιστος2 1, δισταχτικός):
    • ~ εχθρός |
    • αποφασιστική προσπάθεια, φωνή |
    • αποφασιστικό βήμα, πρόσωπο |
    • ~ τόνος της φωνής |
    • αποφασιστική κίνηση του κεφαλιού |
    • η φυσιογνωμία του έπαιρνε κάτι το αποφασιστικό και το ύπουλο συνάμα (Karagatsis) |
    • θ' ακολουθήσει μια σειρά εγκλημάτων, που γίνονται με πιο αποφασιστικό χέρι (Sachinis) |
    • τι όμορφα που είναι, έτσι άγρια κι αποφασιστικά, τα μάτια της μικρής μας αδερφής (Venezis) |
    • ξεσηκωθήκαν και τ' αποφασιστικά παιδιά που αποτελούν την οργάνωση "Πρόσκοποι του Bασιλέως" (Psathas)
  • ② decisive, conclusive, crucial (syn κρίσιμος):
    • ~ παράγοντας, σταθμός |
    • αποφασιστική γνωριμία, έρευνα, μελέτη |
    • αποφασιστική εξέλιξη, επίδραση, μάχη, πρόοδος, φάση |
    • αποφασιστικό γεγονός, κριτήριο, στοιχείο |
    • αποφασιστικό επιχείρημα clinching argument |
    • αποφασιστική απόδειξη conclusive evidence (syn πειστικός) |
    • αποφασιστικό σημείο critical point, turning-point |
    • η αποφασιστική δοκιμασία the acid test, crucial test |
    • αποφασιστική ψήφος deciding vote |
    • υλικό αποφασιστικής σημασίας |
    • βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας αποφασιστικής στροφής της λογοτεχνίας (Thrylos) |
    • ο F. εσημάδεψε μερικά αποφασιστικά για το ζήτημα τούτο χωρία (Karouzos) |
    • η εικοσαετία, στην οποία έχουμε ήδη μπει, θα είναι αποφασιστική για την ύπαρξη της Eλλάδος (Angelop) |
    • του Oδυσσέα ο ρόλος υπήρξε αποφασιστικότερος απ' ό,τι του Aίαντα (Maronitis)

[fr kath αποφασιστικός ← postmed, MG (Koumanoudis), der of MG (Anna Comn) αποφάσιστος; cf αναποφάσιστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφασιστικότητα η [apofasistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποφασιστικού, η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων και η επιμονή στην εκτέλεση ή στην πραγματοποίησή τους: H αποφασιστικότητά του να πετύχει ήταν πολύ μεγάλη. Έδειξε ~ και τόλμη.

[λόγ. αποφασιστικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασιστικότητα [apofasistikótita] η, (L)
  • resoluteness, resolve, determination, decisiveness (syn απόφαση2 2):
    • άκαμπτη, απότομη, καρτερική, σκληρή, ψυχρή ~ |
    • η ~ του λαού, των νέων |
    • ματιά όλο ~ |
    • χείλια σφιγμένα με ~ |
    • βαδίζει, ενεργεί, λέει, μιλάει με ~ |
    • έδειξε θάρρος και ~ |
    • τον πιέζει ν' αντιμετωπίσει με ~ το ζήτημα (Vacalop) |
    • ποτέ μια λέξη τόσο κοινή δεν έκλεισε τόση ~ (Chatzinis) |
    • όπου απαντήσουν ~

[fr kath (neol Koumanoudis) αποφασιστικότης, der of αποφασιστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασιστοποίηση [apofasistopíisi] η, (L)
  • elimination or purge of fascist elements fr (ant φασιστικοποίηση):
    • το φοιτητικό κίνημα συνεχίζει τον αγώνα για την ~ της ανώτατης παιδείας

[cpd w. pref απο- & kath *φασιστοποίησις, this der of *φασιστοποιώ; cf αποχουντοποίησις & φασιστικοποίησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασκόμενο [apofaskómeno] το, (L) philos
  • sth that is being denied or negated (ant καταφασκόμενο):
    • η απόφαση είναι αποδοκιμασία και τάση προς την αποφυγή του αποφασκομένου (Papanoutsos)

[fr kath (neol) το αποφασκόμενον, substantiv. n of αποφασκόμενος, prpp of αποφάσκω]

< Previous   1... 322 323 [324] 325 326 ...358   Next >
Go to page:Go