Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαΐδι το [apokaíδi] Ο44 : υπόλειμμα ξύλου ή πυρκαγιάς που δεν απανθρακώθηκε: Aπό το σπίτι / το δάσος που πήρε φωτιά, έμειναν μόνο αποκαΐδια.
[αποκα- (αποκαίω) -ίδι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαΐδι [apokaí∂i] το, usu pl αποκαΐδια τα,
- burned remains, cinder:
- αποκαΐδια εμπορευμάτων, μαλλιών, ρούχων, χαρτιών |
- αποκαΐδια του παλατιού, των σπιτιών |
- ερείπια κι αποκαΐδια |
- πάνω στη γαρδένια μυρίζεις και τ' αποκαΐδια μιας υψικαμίνου |
- τ' αποκαΐδια δεν καπνίζουνε πια (Xenop) |
- το ~ του δρυ έμοιαζε με γίγαντα απροσκύνητο (Prevelakis) |
- είχαν ανάμεσά τους τ' αποκαΐδια από μια καρβουνιασμένη κασόνα (TAthanasiadis) |
- η μεγάλη φλόγα της Σμύρνης σκόρπισε τ' αποκαΐδια, τη στάχτη, τον οδυρμό παντού (Panagiotop)
[der of αποκαίω w. suff -ίδι]
- burned remains, cinder:



