Combined Search
| 29 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- απληροφόρητος1 [aplirofóritos] ο, (L)
- uninformed or ignorant person (ant ο πληροφορημένος):
- συμβαίνει καμιά φορά οι απληροφόρητοι να επηρεάζουν αρκετόν κόσμο (Theotokas) |
- πρέπει να κατεβεί η τέχνη στο επίπεδο του απληροφόρητου, του αμαθή (Dizikirikis) |
- ο ~ αφήνεται να μιλάει όσο και ο πληροφορημένος (Peponis)
[fr kath ο απληροφόρητος, substantiv. m of απληροφόρητος2]
- uninformed or ignorant person (ant ο πληροφορημένος):
- απληροφόρητος2, -η, -ο [aplirofóritos] (L)
- ① uninformed, not knowing (ant πληροφορημένος):
- ~ αναγνώστης, κριτής, πολίτης |
- απληροφόρητη κοινωνία, απληροφόρητο πλήθος |
- τόπος καθυστερημένος και ~ |
- είμαστε τελείως απληροφόρητοι για το σοβιετικό θέατρο (Athanasiadis-N) |
- ήταν ~ και παρθένος από κάθε είδους κοινωνιολογία (Theotokas)
- ② unsettled (of mind, views):
- η μεταφυσική αποτρέπει πολλά απληροφόρητα πνεύματα από το σωστό δρόμο (Panagiotop) |
- η πλατωνική αυτή άποψη είναι ριζικά απληροφόρητη και λαθεμένη (Dizikirikis)
[fr kath απληροφόρητος ← MG, PatrG (3rd-7th c.)]
- ① uninformed, not knowing (ant πληροφορημένος):
- απλήρωτα [aplírota] adv (& απλέρωτα)
- without payment (near-syn δωρεάν L, τζάμπα):
- τόσες φορές μας εξυπηρέτησε ~ |
- δεν μπορείς να μείνεις τόσον καιρό στο ξενοδοχείο ~
[fr postmed (Somavera) απλέρωτα, der of MG απλήρωτος/απλέρωτος]
- without payment (near-syn δωρεάν L, τζάμπα):
- απλήρωτος, επίθ.· απλέρωτος.
-
- 1)
- α) (Προκ. για εργασία) που δεν πληρώνεται, άμισθος:
- Oι απλήρωτοι ήτανε δεκαπέντε χιλιάδες (Xρον. σουλτ. 6811)·
- β) (μεταφ. προκ. για πράξεις) που δεν τιμωρείται ή δεν επαινείται:
- κάμωμα απλέρωτο στον κόσμο δεν αφήνει (Eρωφ. Πρόλ. 108).
- α) (Προκ. για εργασία) που δεν πληρώνεται, άμισθος:
- 2) Άφθονος, ατέλειωτος:
- χρήμαν πολύν, απλήρωτον και πλούτον ουκ ολίγον (Διήγ. Bελ. χ 300 κριτ. υπ.· Διγ. Άνδρ. 3389).
[μτγν. επίθ. απλήρωτος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
- απλήρωτος 1 -η -ο [aplírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν πληρώσει. 1. που δεν τον ξόφλησαν· ανεξόφλητος: Άφησε το λογαριασμό / το νοίκι απλήρωτο. Έχει πολλά χρέη απλήρωτα. Έχει ακόμα απλήρωτο το σπίτι. Aπλήρωτη επιταγή. 2. που δεν του έδωσαν την αμοιβή που δικαιούται: Aυτό το μήνα μας άφησαν απλήρωτους. || που η αξία του ή η προσφορά του υπερβαίνει κατά πολύ κάθε αμοιβή που θα μπορούσε να πάρει: Όσα χρήματα κι αν πάρει αυτός είναι ~.
[μσν. απλήρωτος (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀπλήρωτος (δες απλήρωτος 2)]
- απλήρωτος 2 -η -ο : (λόγ.) που δεν έχει συμπληρωθεί, που παραμένει κενός: Yπάρχουν ακόμα απλήρωτες θέσεις;
[λόγ. < ελνστ. ἀπλήρωτος `ανικανοποίητος, που δεν έχει γεμίσει΄ κατά τη σημ. της λ. πληρώ]
- απλήρωτος, -η, -ο [aplírotos] (& απλέρωτος)
- ① not having been paid, unpaid, unsettled (ant πληρωμένος):
- ο λογαριασμός είναι ~ |
- παράγγειλα εισιτήρια, αλλά είναι απλήρωτα |
- απλήρωτο γραμμάτιο, χρέος
- ⓐ not having received payment, unpaid (ant πληρωμένος):
- ~ βοηθός, δανειστής, εργάτης |
- του 'χε κάνει πολλές φορές το γιατρό, ~ (Roufos) |
- η ύπαρξη του Kαισαρίωνα αποτελούσε έναν κίνδυνο πολύ μεγαλύτερο από τους απλήρωτους πολεμιστές του (Roussos) |
- οι καπεταναίοι άφησαν τους ναύτες απλέρωτους (Katiforis, adapted)
- ② unrequited, unpunished, unavenged (syn αξεπλέρωτος 2):
- δε θ' αφήναμε απλήρωτη μια τέτοια συνωμοσία (Kovvatzis) |
- το παιδί ουρλιάζει μέσα στη νύχτα την απλήρωτην οργή του πατέρα του (Myriv)
- ③ (L) unfilled (syn αγέμιστος):
- poem νοιώθω κάποιο απλήρωτο κενό μέσ' την καρδιά (Peranthis)
[fr postmed απλήρωτος/απλέρωτος ← MG, PatrG ← K ἀπλήρωτος; meaning 3 is L cpd w. *πληρωτός (: πληρῶ 'fill')]
- ① not having been paid, unpaid, unsettled (ant πληρωμένος):
- απλησίαστο [aplisíasto] το, (L)
- sth unapproachable or inaccessible (syn το απρόσιτο):
- πίστη σημαίνει πόθος του ανέφικτου, του ανάγγιχτου, του απλησίαστου (Chatzinis)
[substntiv. n of απλησίαστος2]
- sth unapproachable or inaccessible (syn το απρόσιτο):
- απλησίαστος -η -ο [aplisíastos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, που δεν μπορεί να έχει μαζί του κάποια σχέση: Ο υπουργός είναι ~. H γυναίκα αυτή έμεινε πάντα μακρινή και απλησίαστη. 2. για είδη ή υπηρεσίες των οποίων οι πολύ υψηλές τιμές δεν ανταποκρίνονται στη μέση αγοραστική δύναμη: Tα καλλυντικά έγιναν πια απλησίαστα. Φέτος τα κεράσια ήταν απλησίαστα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπλησίαστος `που δεν τολμάς να τον πλησιάσεις΄]
- απλησίαστος1 [aplisíastos] ο, (L)
- member of the lowest social class in India, untouchable (near-syn παρίας):
- οι απλησίαστοι φθάνουν σήμερα τα 40 εκατομμύρια (Evelpidis)
[fr kath ο απλησίαστος, substantiv m of απλησίαστος2; cf παρίας]
- member of the lowest social class in India, untouchable (near-syn παρίας):



