Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απάνω
49 items total [41 - 49]
[Λεξικό Κριαρά]
απανωστράτι το.
  • Tο τμήμα που βρίσκεται στο επάνω μέρος του δρόμου:
    • το χωράφι οπού είναι κρασμένο στ’ Aλίδι, κατωστράτι και απανωστράτι (Bαρούχ. 25511).

[<επίρρ. απάνω + ουσ. στρατί]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανωτά [apanotá] adv (πανωτά & επανωτά)
  • ① on top of one another:
    • χρονιά με χρονιά θα πυργώσει επανωτά τα μνημεία του δημοτικού λόγου (Melas) |
    • τελειοποίησαν τη χρωμογραφία βάζοντας ~ χρωματικούς τόνους (Evelpidis) |
    • οι εντυπώσεις βγαίνουν μπερδεμένες, σα διαφορετικές θέες αποτυπωμένες ~ στην ίδια φωτογραφική πλάκα (Ouranis) |
    • poem .. μας πετάξαν στα καράβια, ~ τη μια στην άλλη (Ritsos)
  • ② following upon one another, in rapid succession, successively (syn L αλλεπάλληλα):
    • καπνίζει, πίνει ~ |
    • ο τάδε και ο δείνα ήρθαν ~ |
    • της πέσαν συμφορές ~ |
    • μια κρίση ξαφνική, μια δεύτερη ~· μέσα σε δέκα λεπτά ξεψύχησε (Petsalis) |
    • poem φαρμακερές σαγίτες έριχνε στους Aχαιούς, κ' εκείνοι | πεθαίναν πανωτά (Homer Il 1.383 Kaz-Kakr)
  • ③ in succession, several times, repeatedly (syn phr L κατ' επανάληψη, syn L επανειλημμένα):
    • βλαστήμησε, έβηξε, φώναξε ~ |
    • τον μαχαίρωσε, τον φίλησε ~ |
    • ακούγονται τα ράμφη των πουλιών, που χτυπούν ~ στη λαμαρίνα (Glezos) |
    • poem .. κάθε βράδυ | πιάναν ψιλή κουβέντα κι ~ κερνούσαν | φλόγα από τσικουδιά το θάνατο (Metsolis)

[fr postmed (Kriaras' Lex) επανωτά, der of επανωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανωτή [apanotí] η,
  • act done in quick succession to another:
    • ρούφηξε κάμποσες απανωτές μα τον έπνιξε βήχας βαθύς (Grigoris)
  • ⓐ quick blow or stroke:
    • τον γδύσανε στα γρήγορα και του ρίχτηκαν μ' απανωτές, καπετάνιος και τσούρμο (Zappas)

[substantiv. f of απανωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανωτίμι [apanotími] το, (& πανωτίμι)
  • payment in addition to the cost, extra or supplementary payment (syn καπέλο):
    • ο κερδοσκόπος επιβάλλει το αόριστο πανωτίμι εκβιαστικά |
    • poem .. κι όσα φάγαμε κ' ήπιαμε εδώ στο σπίτι | θα σ' τα πλερώσουμε .. θα πάρεις | κι ~ απ' τον καθένα μας κλ (Homer Od 22.57 Kaz-Kakr)

[cpd w. τιμή; cf AG ἐπιτίμια n pl, PatrG τό (tm)μιτίμιον, Luc. τό προτίμιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανώτιτλος [apanótitlos] ο, (& επανώτιτλος) journ
  • smaller title above the main headline of a news item (syn καπέλο)

[neol, cpd of άνω τίτλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απανωτός -ή -ό [apanotós] Ε1 (συνήθ. πληθ.) : 1.που βρίσκεται ο ένας πάνω στον άλλο: Tα χιόνια απανωτά τα στοίβασε ο χειμώνας. Λιθάρι απανωτό δεν έμεινε σ΄ εκείνο τον τόπο. 2. που ακολουθεί, διαδέχεται, συνήθ. με ταχύτητα, ο ένας τον άλλο: Aπανωτές ερωτήσεις / ατυχίες / στεναχώριες. Tον βρήκανε απανωτά βάσανα. Εκείνη την εποχή συνέβησαν απανωτά γεγονότα. απανωτά ΕΠIΡΡ: H μοίρα τον χτύπησε ~. Δέκα μέρες ~ έβρεχε.

[απάνω -τός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανωτός, -ή, -ό [apanotós] (πανωτός & επανωτός)
  • ① being one on top of another, lying one over another, layered:
    • απανωτοί εξώστες |
    • απανωτές ζώνες, ταράτσες |
    • απανωτά ρούχα |
    • σκηνή τριπλή σ' απανωτά επίπεδα |
    • επανωτές αναδιπλώσεις του εδάφους |
    • σχεδιαγραφήσαμε τους απανωτούς κόσμους που αποτελούν το αντικείμενο της συνείδησης (Lambridi) |
    • θαμάζανε την ίριδα των ματιών του που ήταν ανοιχτογάλαζη και χρυσαφιά σε δυο απανωτούς κύκλους (Plaskovitis) |
    • την μεγάλη διάρκεια του πολιτισμού την βεβαιώνουν τα απανωτά παχιά στρώματα (NPlaton) |
    • poem κ' εκείνοι γύρα του στο πατημένο χώμα | κειτόνταν πανωτοί (Homer Od 23.47 Kaz-Kakr) |
    • τώρα βουνά σιωπής | και πάγοι απανωτοί τον ύπνο σου σκεπάζουν (Avgeris)
  • ⓐ added, additional (syn L πρόσθετος):
    • έβαλε χαράτσι απανωτό στην πόλη
  • ⓑ found on the surface, superficial (near-syn L επιφανειακός):
    • παίρνουμε τα εξωτερικά μας, τα απανωτά, τα δευτερεύοντα γνωρίσματα του είναι μας για ουσιαστικά (Palam)
  • ② following one upon another, in rapid succession, successive (syn L αλλεπάλληλος):
    • απανωτές διαταγές, ειδήσεις, εκδόσεις |
    • απανωτές αστραπές, εκρήξεις, επιθέσεις, ριπές |
    • απανωτά γράμματα, κύματα, τηλεγραφήματα, χτυπήματα |
    • απανωτά ζήτω |
    • απανωτό δυνατό σφυροκόπημα |
    • έπεσαν απανωτές οι δουλειές |
    • έκανε δυο υποκλίσεις απανωτές |
    • έσκασαν τρεις απανωτές οβίδες |
    • καπνίζει (φουμάρει) απανωτά τσιγάρα |
    • είδε δυο απανωτά όνειρα |
    • προσηλωμένος στη γραφομηχανή του .. πετούσε απανωτά τα κείμενά του, χωρίς να τα ξαναδιαβάσει (Theotokas) |
    • λαχταρούν τα γερά σερνικά που θα τους δώσουν τους μεγάλους κι απανωτούς σπασμούς (Karagatsis) |
    • poem όμοια κ' οι Tρώες τους βασιλιάδες τους απανωτοί ακολουθούσαν | ο ένας στον άλλο πίσω κλ (Homer Il 13.800 Kaz-Kakr)
  • ⓒ numerous:
    • απανωτοί λόφοι, απανωτές εκθέσεις |
    • απανωτά ερωτήματα, χρόνια |
    • συναντήσαμε φάλαγγες στρατού απανωτές |
    • το χαμόγελο της εγγλέζικης γης γοήτεψε απανωτούς αχόρταγους εραστές (Kazantz) |
    • ήμουν μπουχτισμένος από λογής απανωτά διαβάσματα (Chatzinis)
  • ③ repeated, frequent (near-syn συχνός):
    • απανωτά χάδια και φιλιά |
    • απανωτές διακηρύξεις για τη λευτεριά των λαών |
    • επανωτές φορές του προτάθηκε η πατριαρχία (Floros)

[fr MG επανωτός (Kriaras' Lex, s.v. επανωτά, considers the form to be adv, but it is rather adj)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανωχείλι [apanooílí] το, (& πανωχείλι)
  • upper lip (ant κατωχείλι):
    • η γυναίκα είχε μια ελιά πάνω στο πανωχείλι (KValetas) |
    • poem .. ίδρωσε ξανθό στο ~ το μουστάκι (Kazantz Od 1.876)

[cpd of απάνω χείλι]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανωχώρι [apanoxóri] το, (& πανωχώρι) region. (Crete,
  • Dod, Epir) village or part of village built on high ground (ant κατωχώρι):
    • poem λάμψαν στα σύμπλαγα, κρεμάμενα στο φως, τ' απανωχώρια (Kazantz Od 3.10).- Inhab απανωχωρίτης, απανωχωριανός (ant κατωχωρίτης)

[cpd w. combin form -χώρι (: χωρίον)]

< Previous   1 2 3 4 [5]   Next >
Go to page:Go