Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοσοβιολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοσοβιολογικός, -ή, -ό [anosovioloyikós] (L) med
  • concerning immunity, immunobiologic, immunological:
    • ανοσοβιολογικό ερευνητικό κέντρο |
    • ανοσοβιολογικά τεστ |
    • ανοσοβιολογικά αίτια ενδοκρινοπαθειών |
    • ο ~ μηχανισμός, τόσο πολύτιμος για την προστασία του ανθρώπου, γίνεται συχνά αιτία προκλήσεως διαβήτη και μάλιστα σε νεαρά άτομα

[fr kath (neol), der of ανοσοβιολογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go