Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμογεννήτρια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμογεννήτρια η [anemojenítria] Ο27 : ηλεκτρογεννήτρια που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου.

[λόγ. ανεμο-1 + γεννήτρια μτφρδ. αγγλ. aerogenerator (aero- = αερο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμογεννήτρια [anemoyenítria] η, (L)
  • wind generator:
    • προωθείται η εκμετάλλευση ανεμογεννητριών στα νησιά του Aιγαίου

[neol, cpd of AG ἄνεμος & AG γεννήτρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go