Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψηλάφηση η [anapsiláfisi] Ο33 : α.η ενέργεια του αναψηλαφώ. β. (νομ.) έκτακτο ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται η κατάργηση μιας τελεσίδικης απόφασης και η επανάληψη της εκδίκασης μιας υπόθεσης: H αποκάλυψη νέων στοιχείων μάς δίνει το δικαίωμα να ζητήσουμε ~ της δίκης.
[λόγ. < μσν. αναψηλάφησις < αναψηλαφη- (αναψηλαφώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψηλάφηση [anapsiláfisi] η, (& L αναψηλάφησις) gen αναψηλάφησης & αναψηλαφήσεως, pl αναψηλαφήσεις
- renewed investigation, scrutinizing again (a matter) (syn αναθεώρηση, επανεξέταση, επαναλαμβανομένη και επισταμένη έρευνα):
- προβαίνει σε μιαν αναθεώρηση των μεθόδων του, στην ~ των δυνάμεών του (Papanoutsos) |
- με πόσες αλλεπάλληλες αναψηλαφήσεις και αναθεωρήσεις προχωρεί στους χρόνους μας η έρευνα (id.)
- ⓐ law phr ~ (or αναψηλάφησις) της δίκης renewal of a court trial, rehearing, retrial (syn επανάληψη της διαδικασίας, obsol παλινδικία):
- αρχίζει η διαδικασία για την ~ της δίκης |
- αθωώθηκε σε ~ της δίκης
[fr ByzG, MG αναψηλάφησις, der of αναψηλαφώ]
- renewed investigation, scrutinizing again (a matter) (syn αναθεώρηση, επανεξέταση, επαναλαμβανομένη και επισταμένη έρευνα):



