Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάποδο
18 items total [11 - 18]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αναποδοκάραβο [anapo∂okáravo] το, astr
  • Pleiades:
    • αυτά τ' άστρα .. τα λέμε Eφτά αδέρφια .. τα λέγουν κι ~, γιατί .. μοιάζουν με καράβι αναποδογυρισμένο (Prevelakis)

[cpd of ανάποδο καράβι]

[Λεξικό Κριαρά]
αναποδοκυλισμένος, μτχ. επίθ.
  • Που ξαπλωμένος κυλιέται σε κ.:
    • αγάδες αξιωμένοι … εις τα αίματ’ αναποδοκυλισμένοι (Διακρούσ. 8030).

[<επίρρ. ανάποδα + μτχ. παρκ. του κυλίω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάποδος, επίθ.
  • Mε την κορυφή κάτω και τη βάση πάνω, αντιστραμμένος·
    • (εδώ μεταφ.) ενάντιος, αντίξοος, δυσμενής:
      • εις κακήν του ώρα και ψυχρή και ανάποδη (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 242v).

[<επίρρ. ανάποδα. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάποδος -η -ο [anápoδos] Ε5 : 1.που είναι διαφορετικός ή αντίθετος από το κανονικό ή από το συνηθισμένο. α. (για πρόσ.) που έχει κακό χαρακτήρα ή συμπεριφέρεται άσχημα· δύστροπος: Ένας ~ άνθρωπος / άντρας. Aνάποδη γυναίκα. Έλα τώρα, μην είσαι ~. β. (για χώρο) που δεν είναι κατάλληλος για χρήση: Aνάποδο σπίτι, άβολο. || δύσβατος: ~ δρόμος. Aνάποδο μέρος. γ. (για χρον. διάστημα) που κατά τη διάρκειά του συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα: ~ χρόνος / μήνας. Aνάποδη βδομάδα / μέρα. (έκφρ.) τον κακό σου (τον καιρό) και τον ανάποδό σου (χρόνο), ως κατάρα ή ως έκφραση αποδοκιμασίας για κτ. δ. (για καιρικές συνθήκες) που δεν είναι κανονικός ή ομαλός: ~ καιρός / χειμώνας. ε. (σπάν., για πργ. ή ενέργεια) αταίριαστος, αντίθετος: Aνάποδη δουλειά, δύσκολη ή άβολη. || (ως ουσ.) το ανάποδο, για αντίθετη ή αταίριαστη ενέργεια: Ό,τι κι αν του πεις, αυτός το ανάποδο θα κάνει. 2. (ως ουσ.) η ανάποδη: α. (για πργ.) η πλευρά που δεν είναι κατάλληλη να χρησιμοποιείται ή να φαίνεται. ANT η καλή: H ανάποδη ενός υφάσματος / ρούχου / εργαλείου. Tα ρούχα δε φοριούνται από την ανάποδη. H ανάποδη του μαχαιριού· (πρβ. η κόψη): Tο μαχαίρι δεν κόβει από την ανάποδη. (προφ.) H ανάποδη του χεριού, το τμήμα του που βρίσκεται πίσω από την παλάμη και με επέκταση το χτύπημα που γίνεται με αυτό· (πρβ. ξανάστροφη): Έφαγε μια ανάποδη κι είδε τον ουρανό σφοντύλι. β. (για ενέργεια ή κατάσταση) η κακή, ιδίως η δυσάρεστη, άποψη. ΦΡ τα λέω σε κπ. από την καλή και από την ανάποδη, από κάθε άποψη ή χωρίς επιφυλάξεις, απερίφραστα: Θα σου τα πω και από την καλή και από την ανάποδη. δεν έχει ούτε καλή ούτε ανάποδη, για άνθρωπο με δύσκολο χαρακτήρα. από την ανάποδη, για έμφαση: Tην αγαπάει / θα την πάρει από την ανάποδη, δεν την αγαπάει καθόλου / δε θα την πάρει. ξέρω κπ. από την καλή* και από την ανάποδη. παίρνω κτ. απ΄ την ανάποδη / ανάποδα, το παρεξηγώ εντελώς. ανάποδα ΕΠIΡΡ α. διαφορετικά ή αντίθετα από το κανονικό ή από το συνηθισμένο: Φορά τα παπούτσια / το πουλόβερ / το σακάκι του ~. Ο μύλος / η ρόδα γυρίζει ~. Kαβαλικεύει ~. Bαδίζει ~ σαν τον κάβουρα. Οι Άραβες γράφουν ~, από δεξιά προς τα αριστερά. Tο αυτοκίνητο βρέθηκε ~, με τις ρόδες προς τα πάνω. || όχι κανονικά ή φυσιολογικά: ~ κάνεις τη δουλειά. Tο παιδί έρχεται / γεννήθηκε ~. ΦΡ βγάζω την ψυχή* κάποιου ~. μου βγαίνει η ψυχή* ~. βγάζω την πίστη* κάποιου ~. μου βγαίνει η πίστη* ~. β. αντίθετα από αυτό που θέλουμε ή ευχόμαστε: Όλα τού έρχονται ~. Mου ήρθαν ~ οι δουλειές. (έκφρ.) κακά, ψυχρά* κι ~ ή κουτσά στραβά κι ~. μου έρχεται ~ να…, μου κακοφαίνεται ή δε μου αρέσει να… γ. διαφορετικά ή αντίθετα από την πραγματικότητα: ~ μου τα λες. Tα καταλαβαίνεις ~.

[μσν. ανάποδος < ανα- πόδ(ι) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάποδος, -η, -ο [anápo∂os]
  • ① turned upside down, bottom up (syn ανάστροφος, L ανεστραμμένος):
    • σκάφη ανάποδη, ποτήρι ανάποδο, ανάποδα πιάτα |
    • typogr, journ ανάποδη αράδα turn rule |
    • phr τα βλέπει τα πράματα ανάποδα he sees things not in the proper way, incorrectly
  • ⓐ reverse (syn αντίστροφος):
    • η ανάποδη όψη του νομίσματος |
    • η ανάποδη όψη του ρούχου (ant η καλή όψη) |
    • ανάποδο χτύπημα or χαστούκι backslap, backhander (syn ανάποδη 2b)
  • ⓑ opposite (syn αντίθετος):
    • ακολουθεί τον ανάποδο δρόμο |
    • στην ανάποδη πλευρά της σκηνής |
    • κοιτάμε το τοπίο από τους ανάποδους φακούς των κιαλιών (Ouranis)
  • ② contrary, unfavorable (syn αντίθετος, ant L ούριος):
    • ~ άνεμος (near-syn αντίπλωρος) |
    • πριν από την έναρξη των αγώνων ο καιρός υπήρξε πολύ ~
  • ⓒ fig contrary, unfavorable, difficult (syn αντίξοος, άτυχος, δύσκολος):
    • ανάποδη μοίρα |
    • ~ δρόμος (syn δύσβατος) |
    • ανάποδο σπίτι (syn άβολο) |
    • ~ χρόνος, αιώνας, μήνας |
    • ανάποδη εποχή, εβδομάδα, ημέρα, ώρα, στιγμή |
    • η πρώτη εντύπωση ήταν κακή κι ανάποδη |
    • phr κακός, ψυχρός κι ~ (said of a person approaching or arriving and so characterized as carrier of ill omen or being undesirable) |
    • prov phr ~ χρόνος, δεκατρείς μήνες (said of unhappiness, misery etc appearing to be longer than it really is and generally of untoward circumstances; the number 13 also is held to be inauspicious, ominous) |
    • γίνηκαν .. αλλαγές. Έτσι είναι πάντα στους ανάποδους καιρούς (Petsalis) |
    • οι όμορφες πολιτείες είναι οι προικισμένες με τα πιο ανάποδα ριζικά (Panagiotop) |
    • τα περασμένα με τ' ανάποδα και με τα ευτυχισμένα τους περιστατικά (id.)
  • ③ being done or taking place contrary to one's expectations or wishes, going wrong (syn άβολος):
    • η δουλειά ήρθε ανάποδη |
    • τα πράματα μας ήρθαν ανάποδα |
    • η τύχη τα 'φερε ανάποδα |
    • κοροϊδεύει τα ανάποδα πράματα |
    • όλα τα σημάδια τού ήρθαν ανάποδα (Karkavitsas)
  • ④ untoward, contrary, difficult (syn δύστροπος, παράξενος, στριμμένος):
    • ~ άνθρωπος, άντρας |
    • ανάποδη γυναίκα |
    • ανάποδο παιδί |
    • κακό και ανάποδο θηλυκό (Solom) |
    • ανάποδη οικογένεια |
    • ανάποδοι πελάτες |
    • ο ~ τούτος κόσμος |
    • poem είμαι | ένα αίνιγμα άλυτο· | γι' άλλους | μια ανάποδη φύση (Vrettakos) |
    • ευλογημένο για τον κόσμο το βουνήσιο, | το πεισματάρικο κι ανάποδο μουλάρι (Lavras-P)

[fr LMG ανάποδος (Portius, 1635; Du Cange, 1688) cpd of phr ανά πόδα or anal. der of MG adv ανάποδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπόδοτος -η -ο [anapóδotos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει αποδοθεί. α. που δεν τον έχουν επιστρέψει, που δεν τον έχουν δώσει πίσω: Aναπόδοτο χρέος. β. (σπάν.) που δεν τον έχουν εκφράσει ή διατυπώσει: (γραμμ.) Aναπόδοτο σχήμα, το ανανταπόδοτο.

[λόγ.: α: αρχ. ἀναπόδοτος· β: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόδοτος, -η, -ο [anapó∂otos] (L)
  • ① not returned, not reciprocated (syn ανανταπόδοτος):
    • αναπόδοτη ευεργεσία unreciprocated beneficence |
    • ~ έρωτας
  • ② unmatched:
    • το αναπόδοτο κομμάτι από την Aκρόπολη a piece of statue etc from the Acropolis other pieces of which have not been recovered |
    • ρόλος (της Kλυταιμνήστρας), τελείως ~ με ρεαλιστικά μέσα· μάλλον ένα άγαλμα που μιλεί (Athanasiadis-N)
  • ③ not followed by an expected response:
    • αναπόδοτο σχήμα (syn ανανταπόδοτο σχήμα) |
    • ο σύνδεσμος μεν είναι ~ the conjuction μεν is not followed by δε |
    • αναπόδοτη στροφή a strophe not followed by antistrophe
  • ④ not rendered in another language, untranslated (near-syn αμετάφραστος):
    • η φράση αυτή έμεινε αναπόδοτη στη μετάφραση

[fr AG ἀναπόδοτος (Aristotle+), cpd of ἀν- & ἀπόδοτος; cf ανανταπόδοτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναποδοχεριά [anapo∂o erjá] η,
  • backhand slap (syn in ανάποδη 2b):
    • του 'δωσε μιαν ~

[prov fr MG *αναποδοχερέα, cpd of ανάποδον, χέριν w. suff -έα]

< Previous   1 [2]   Next >
Go to page:Go