Combined Search
| 9 items total [1 - 9] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανάκλαση η [anáklasi] Ο33 : 1.(φυσ.) φαινόμενο κατά το οποίο φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα αλλάζουν διεύθυνση, όταν προσκρούσουν στη διαχωριστική επιφάνεια δύο σωμάτων: H ~ του φωτός / του ήχου. Γωνία ανακλάσεως. 2. (φυσιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο ο οργανισμός αντιδρά αυτόματα σε ένα ερέθισμα.
[λόγ. < αρχ. ἀνάκλα(σις) -ση]
- ανάκλαση [anáklasi] η, & L ανάκλασις, gen ανακλάσεως, pl ανακλάσεις
- ① phys refraction, reflection (syn αντανάκλαση 1):
- η ~ του φωτός reflection of light (syn διάθλαση του φωτός) |
- η ~ του ήχου reverberation of the sound
- ⓐ geophys ~ σεισμικών κυμάτων reflection of seismic waves
- ② physiol direct reaction of the nervous system to stimulation or irritation w. no participation of one's will, reflex:
- νευρική ~ |
- η ~ είναι μια αντίδραση που απαρτίζεται από σαφώς καθορισμένες κινήσεις μ' έναν σαφώς καθορισμένο εξωτερικό ερεθισμό (Moustoxydis)
- ③ rhet repetition of a word in a different or opposite sense (syn αντανάκλαση, ομωνυμία) e.g. η τιμή τιμή δεν έχει 'honor has no price'
[fr K ἀνάκλασις ← AG]
- ① phys refraction, reflection (syn αντανάκλαση 1):
- ανακλαστήρας ο [anaklastíras] Ο2 : (τεχν.) ονομασία διάφορων συσκευ ών ή εξαρτημάτων που ανακλούν φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
[λόγ. ανάκλασ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. réflecteur]
- ανακλαστήρας [anaklastíras] phys
- reflector
[fr kath ανακλαστήρ, neol (Koumanoudis), der of ανακλώ (-άω)]
- ανακλαστικά [anaklastiká] adv
- in reflexes:
- η αντίληψη, προκαλούμενη από έναν εξωτερικό ερεθισμό .. εμφανίζεται πρώτα πρώτα ~ (Moustoxydis)
[der of ανακλαστικός; cf kath ανακλαστικώς (Koumanoudis)]
- in reflexes:
- ανακλαστικό [anaklastikó] το, (usu pl ανακλαστικά) med, phych etc
- reflex, pl reflexes (syn αντανακλαστικό):
- λειτουργία των ανακλαστικών |
- προσαρμογή που γίνεται δυνατή μέσα από τα ανακλαστικά |
- το σώμα μας απαντά σε κάθε ερέθισμα με ένα ~ (Mourelos) |
- μπορεί ν' αντιδράσει απευθείας με τα ανακλαστικά του (id.) |
- όχι δουλικός εθισμός με το μηχανισμό των χαλκευόμενων ανακλαστικών (Papanoutsos)
[substantiv. n of ανακλαστικός]
- reflex, pl reflexes (syn αντανακλαστικό):
- ανακλαστικοθεραπεία [anaklastikoθerapía] η, med
- therapy of the reflexes
[neol, cpd w. θεραπεία]
- ανακλαστικός -ή -ό [anaklastikós] Ε1 : 1.(φυσ.) που έχει σχέση με την ανάκλαση1, δηλαδή με την αλλαγή της διεύθυνσης ακτίνων ή κυμάτων, ή που προκαλεί ανάκλαση: H ανακλαστική ιδιότητα μιας επιφάνειας. Aνακλαστικό τηλεσκόπιο. 2. (φυσιολ.) που έχει σχέση με την ανάκλαση2, με την αυτόματη αντίδραση του οργανισμού σε ένα ερέθισμα· αντανακλαστικός2: Aνακλαστικά φαινόμενα, π.χ. ο βήχας, το φτάρνισμα κτλ. Aνακλαστικές κινήσεις. || (ως ουσ.) τα ανακλαστικά, αντιδράσεις του οργανισμού ανεξάρτητες από τη βούληση και τη συνείδηση του ατόμου. || (επέκτ.) γρήγορη και σωστή αντίδραση σε μια απρόοπτη δυσκολία: Ένας οδηγός αυτοκινήτου πρέπει να έχει καλά ανακλαστικά.
ανακλαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανάκλασ(ις) -τικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. réflecteur· 2: γαλλ. réflexe, (ουσ.) réflexes]
- ανακλαστικός, -ή, -ό [anaklastikós]
- ① reflecting (syn αντανακλαστικός):
- ανακλαστικό πρίσμα reflecting prism |
- ανακλαστικό τηλεσκόπιο |
- ανακλαστική επιφάνεια |
- τα ανακλαστικά φαινόμενα του φωτός
- ② of reflexes, reflexive:
- math ανακλαστική ιδιότητα reflexive relation (syn αντανακλαστική) |
- physiol ανακλαστικά φαινόμενα |
- το φτέρνισμα είναι ανακλαστικό φαινόμενο |
- ανακλαστική κίνηση reflex movement (e.g. άμεση προσαρμογή, i.e. προσαρμογή μέσα από ανακλαστικές κινήσεις) |
- θέληση .. η τροποποίηση των ανακλαστικών κινήσεων (Papanoutsos) |
- ανακλαστική απήχηση reverberating echoing |
- ανακλαστική σύσπαση, ανακλαστική σχέση, ανακλαστικοί πόνοι |
- νευρικές ανακλαστικές εκδηλώσεις (Moustoxydis)
[neol, der of K ἀνάκλαστος 'bent back, reflected' w. suff -ικός]
- ① reflecting (syn αντανακλαστικός):



