Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμποδώ [ambo∂ó] (& region. [abo∂ó]) μποδώ, 2 sg αμποδάς, αμποδίζω & μποδίζω, aor αμπόδισα, μπόδισα (sp. also αμπόδησα), pass αμποδίστηκα,
- impede, hinder, obstruct, block, prevent (syn εμποδίζω, ant αφήνω ελεύθερο, επιτρέπω):
- μην αμποδάς το δρόμο, το διάβα |
- τίποτα δεν τον μποδίζει να 'ρθει για επίσκεψη |
- το παλάτι μας αμποδάει τον αέρα, τον ήλιο, το φως, τη λευτεριά (Xenop) |
- μια φλουδίτσα από το τσακισμένο κόκκαλο μπόδιζε τη συγκόλληση (Myriv) |
- (τον ήφαιστο) δεν τον μπόδισε η χωλότητά του να μείνει μακριά απ' το γελοίο (Papatsonis) |
- ένας μικρός φελλός αμποδάει τ' αγκίστρι να πάει σε μεγάλο βάθος (Bastias) |
- poem Mα τι! και αυτό το Έθνος το αμποδάνε | στον κρημνό (Laskaratos) |
- γιατί τα πόδια του μποδάν αδέξια και τους μπλέκουν | το δρόμο τα φτερούγια του κλ (Palam) |
- ποιος ... |... θα σ' αμποδίσει ν' αναβρύσεις | κρούσταλλη φωνή; (Sikel) |
- ... στον Ποσειδώνα ορκίσου | πως δεν αμπόδισες ξεπίτηδες το αμάξι μου με δόλο (Homer Il 23.585 Kaz-Kakr)
[fr K (pap), PatrG ἐμποδίζω ← AG]
- impede, hinder, obstruct, block, prevent (syn εμποδίζω, ant αφήνω ελεύθερο, επιτρέπω):



