Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμμοχάλικο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοχάλικο το [amoxáliko] Ο41 : μείγμα από άμμο και χαλίκι, κυρίως για οικοδομική χρήση.

[αμμο- + χαλίκ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοχάλικο [amoxáliko] το,
  • sand and gravel, coarse sand, gravel sand, aggregate:
    • λεπτό ~ sandy gravel, grit |
    • χοντρό ~ ballast |
    • δρόμος στρωμένος με ~ (Varelas) |
    • το φρεάτιο σκεπάστηκε με αρκετά παχύ στρώμα από ~ και μικρά όστρακα (Bakalakis) |
    • poem είναι τα μάτια μου που λαμπυρίζουν στ' αμμοχάλικα, | είναι το φως μου αυτό που σέρνεται στα νερολίθαρα (Spalas)

[cpd of άμμος & χαλίκι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοχαλικόστρωτος, -η, -ο [amoxalikóstrotos]
  • covered or strewn w. sand and gravel:
    • ~ δρόμος gravel road

[cpd of αμμοχάλικο & στρωτός; cf also αμμόστρωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go