Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακουμπέτι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακουμπέτι [akumbéti] adv, region.
  • ① at the end, finally (syn επιτέλους, τελοσπάντων):
    • συλλογίστηκε, συλλογίστηκε και ~ βρήκε τον τρόπο |
    • ~ μεθυσμένος είσαι και συ (Kovvatzis)
  • ② despite this, yet (syn εντούτοις, μολαταύτα):
    • σου 'πα να μην το κάνης κ' εσύ ~ πήγες και το 'καμες |
    • όσο κι αν πολεμάς να δείχνης του παπά τα καμπαέτια μέσα στ' άλλα παλληκάρια, μα ~ δε μπορείς (Vlachogiannis)

[fr Turk akιbet 'ultimately, finally']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go