Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγιοβασιλιάτικα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιοβασιλιάτικα [ayovasiljátika] adv (& αϊβασιλιάτικα)
  • on new year's day (syn πρωτοχρονιάτικα):
    • αρρώστησε ~ |
    • ήρθε ~ να μας βρίση.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go