Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αίμα
121 items total [11 - 20]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιμασιά [emasjá] η, region.
  • ① mortarless stone wall to hold the soil on a slope (syn πεζούλα)
  • ② synecd the level surface on sloping ground made possible through the supportive wall (syn πεζούλα)

[fr AG (also PatrG) αἱμασιά 'wall of dry stones; hedge of thorns']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμάσσω [emáso] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) ματώνω: Aιμάσσει η πληγή, αιμορραγεί. || (μτφ.): Aιμάσσει η καρδιά / η ψυχή κάποιου, για πολύ μεγάλη λύπη.

[λόγ. < αρχ. αἱμάσσω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμάσσω [emáso] (& rare αιμάζω) (L)
  • ① bleed:
    • η πληγή αιμάσσει |
    • poem μι' αράχνη στην καρδιά μου υγρή σαν πάχνη |...| αιμάζει σαν πληγή που πια δεν κλείνει (Dimakis)
  • ② fig suffer, bleed:
    • αιμάσσει η καρδιά μας για τα φτωχά παιδάκια our hearts bleed for the poor little children |
    • έχει γίνει πια κοινός τόπος ο ασταμάτητος ολοφυρμός για την απομάκρυνση του αιώνα μας από το καθαρό πνεύμα. Γυρίζουμε ... σε τούτο το θέμα καθώς τα σαρκοβόρα έντομα στην ανοιχτή πληγή. Kαι είναι ... κάτι που αιμάσσει, κάτι που πάει να σαπίση (Panagiotop)

[fr AG (also PatrG) αἱμάσσω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμάσσων, -ουσα, -ον [emáson] (L)
  • ① bleeding:
    • ποιος θα μπορούσε ποτέ να υποστηρίξη πως ο ψυχρός ακαδημαϊσμός της ζωγραφικής εκφράζει ... τον άνθρωπο ... από αυτή την αιμάσσουσα γυμνή σάρκα που αναδίνει εφιαλτικές και σπαραχτικές ανθρώπινες κραυγές (Panagiotop) |
    • poem τούτη τη νύχτα πια μην κλαις |...| για τις αγιάτρευτες κρυφές | δικές σου αιμάσσουσες πληγές (Charvalias)
  • ② hearthrending, devastating:
    • poem όλη η ζωή δίχως νόημα, |...| ~ πόνος, προσπάθεια άκαρπη (TBali)

[ppr of αιμάσσω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμάτακας [emátakas] ο, (& μάτακας & μάντακας)
  • ① the tick Ixodes ricinus (syn τσιμπούρι):
    • folks. να ξύνεσαι, να τρίβεσαι, να πέφτουν οι αιματάκοι
  • ② fig bloodsucker or parasite, of persons:
    • είναι χασομέρης και μάτακας

[prob fr K *αιμάταξ, reconstructed fr the ModG dial evidence]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματάκι [ematáci] το, lit & endear.
  • a small amount of blood

[der of K αἱμάτιον, whence also dial γαιμάτι, αιμάτσι; or directly fr αίμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματάλευρο το [ematálevro] Ο41 : κτηνοτροφή που παράγεται από αίμα ζώων.

[λόγ. αιματ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γερμ. Blutmehl]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματάνθρακας ο [ematánθrakas] Ο5 : ζωικός άνθρακας που υπάρχει στο αίμα.

[λόγ. αιματ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας]

[Λεξικό Κριαρά]
αιματεκχυσία η.
  • Aιματοχυσία:
    • (Ωροσκ. 392-3).

[μτγν. ουσ. αιματεκχυσία. T. (αι)ματοξυσία σήμ. ποντ. (Παπαδ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματέμεση η [ematémesi] Ο33 : (ιατρ.) αποβολή αίματος από το στόμα υπό μορφή εμετού: H ~ οφείλεται σε αιμορραγία του πεπτικού συστήματος.

[λόγ. < γαλλ. hématemèse < hémat(o)- = αιματ(ο)- + αρχ. ἔμε(σις) -ση]

< Previous   1 [2] 3 4 5 ...13   Next >
Go to page:Go