Combined Search
| 100 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- εξωπροικίζω.
-
- Προικίζω:
- τα γονικά σου πράγματα … αρκούν τας θυγατέρας σου να τας εξωπροικίσεις (Προδρ. I 65).
[<ουσ. εξώπροικα τα + κατάλ. ‑ίζω]
- Προικίζω:
- εξώπυργον το· ’ξώπυργον.
-
- Περιοχή (πόλης) έξω από τα τείχη φρουρίου·
- (εδώ προκ. για το τμήμα του Ρεθύμνου έξω από τη Φορτέτσα· η λ. πιθ. τοπων.):
- το πήραν … το ’ξώπυργον, αν ξεύρετε, μα όχι το καστέλλι (Διακρούσ. 1043).
- (εδώ προκ. για το τμήμα του Ρεθύμνου έξω από τη Φορτέτσα· η λ. πιθ. τοπων.):
[<επίρρ. έξω + ουσ. πύργος. Λ. εξώπυργος ο στο LBG]
- Περιοχή (πόλης) έξω από τα τείχη φρουρίου·
- εξωραΐζω [eksoraízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για χώρο) τον κάνω ωραίο, τον καλλωπίζω, τον ομορφαίνω: Εξωραΐζουν την πόλη / τη γειτονιά / την πλατεία. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται ωραίο, ενώ δεν είναι, και ιδίως το περιγράφω με επαινετικά λόγια· ωραιοποιώ: H φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐζω `στολίζω΄ σημδ. γαλλ. embellir]
- εξωραϊσμός ο [eksoraizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωραΐζω. 1. (για χώρο) καλλωπισμός: Έργα / δαπάνες εξωραϊσμού. 2. (μτφ.) ωραιοποίηση: ~ μιας δυσάρεστης πραγματικότητας. Mέτρα δήθεν φιλελεύθερα που είχαν ως μοναδικό στόχο τον εξωραϊσμό του δικτατορικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐσμός `στόλισμα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εξωραΐζω]
- εξωραϊστικός -ή -ό [eksoraistikós] Ε1 : που εξωραΐζει ή γίνεται για εξωραϊσμό. 1. που έχει σχέση με τον εξωραϊσμό ενός χώρου: Ένας ~ σύλλογος. Εξωραϊστικά έργα. Εξωραϊστικές δαπάνες. 2. (μτφ.) που ωραιοποιεί: Aντιμετωπίζει την πραγματικότητα με εξωραϊστική διάθεση.
[λόγ. εξωραϊσ- (εξωραΐζω) -τικός]
- εξώραφος -η -ο [eksórafos] & ξώραφος -η -ο [ksórafos] Ε5 : που είναι ραμμένος ή διακοσμημένος με εξωτερικές ραφές, με εξωτερικά γαζιά: Εξώραφα παπούτσια / πέτα. || Εξώραφο γαζί.
[εξω- + ραφ(ή) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- εξωρωγίζω,
- βλ. ξερωγίζω.
- έξωση η [éksosi] Ο33 : 1.εκδίωξη του ενοικιαστή από το ενοικιαζόμενο ακίνητο, ιδίως κατοικία, με δικαστική απόφαση: Aγωγή / απόφαση για ~. Οι ενοικιαστές ζητούν απαγόρευση των εξώσεων. Οι εξώσεις επιτρέπονται μόνο για ιδιοκατοίκηση ή γενικά για ιδιοχρησιμοποίηση. 2. (λόγ.) εκθρόνιση και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός μονάρχη από τη χώρα: H ~ του Όθωνα από την Ελλάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἔξω(σις) -ση `εκκένωση΄, αρχ. σημ.: `μετατόπιση΄ σημδ. γαλλ. expulsion]
- εξώσπιτο το· ’ξώσπιτο.
-
- Το έξω μέρος του σπιτιού:
- πουλεί … το σπίτι όπου έχει, ήγου μεσόσπιτο και ’ξώσπιτο με αυλή (Βαρούχ. 4663).
[<επίρρ. έξω + ουσ. σπίτι]
- Το έξω μέρος του σπιτιού:
- εξώστης ο [eksóstis] Ο10 : 1.(λόγ.) το μπαλκόνι, ιδίως δημόσιου κτιρίου: Mίλησε στο λαό της πόλης από τον εξώστη του δημαρχείου. 2. κατασκευή μέσα σε αίθουσα, ιδίως θεάτρου ή κινηματογράφου, η οποία βρίσκεται ψηλότερα από την πλατεία και απέναντι από τη σκηνή ή την οθόνη: Tο θέατρο έχει δύο εξώστες. Πρώτος / δεύτερος ~. Εισιτήρια υπάρχουν μόνο για τον εξώστη. || (προφ.) οι άνθρωποι που βρίσκονται στον εξώστη και παρακολουθούν μια παράσταση ή ένα έργο: Xειροκροτεί / αποδοκιμάζει / σφυρίζει ο ~. Οι αντιδράσεις του εξώστη.
[λόγ.: 1: μσν. εξώστης, αρχ. σημ.: `που σπρώχνει έξω΄· 2: σημδ. ιταλ. balcone ή γαλλ. balcon]



