Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άσε
66 items total [41 - 50]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασέλωτος, -η, -ο [asélotos]
  • having no saddle, saddleless (ant σελωμένος):
    • ασέλωτη φοράδα |
    • σαν πουλάρι ασέλωτο, που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νους του γεροζήτουλα στα περασμένα (Karkavitsas)

[cpd w. *σελωτός (: σελώνω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσεμνα [ásemna] adv (L)
  • lewdly, obscenely, indecently, immodestly (syn in άσελγα):
    • χειρονομεί ~ |
    • στο δρόμο νεαρά ζευγάρια συμπεριφέρονται ~ (Papanoutsos)

[der of άσεμνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσεμνο [ásemno] το, (L)
  • ① lewdness, lasciviousness, salaciousness (syn in ασέλγεια 1a):
    • και οι πιο τολμηρές κινήσεις της εξαιρετικής αυτής χορεύτριας δεν έδιναν ούτε στιγμή την εντύπωση του αισθησιακού ή του άσεμνου (KParaschos)
  • ② lewd or obscene act or work, obscenity (syn ασέλγεια 1b):
    • τα άσεμνα που προκαλούν αισθησιακές εξάψεις κυνηγά η αστυνομία (Palaiologos)

[fr kath το άσεμνον, substantiv. n of άσεμνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεμνογραφία [asemnoγrafía] η, (L)
  • writing of obscene material, pornography (syn πορνογραφία)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασεμνογραφία, der of ασεμνογράφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεμνογράφος [asemnoγráfos] ο, (L)
  • writer of obscene material, pornographer (syn πορνογράφος)

[fr kath (neol) ασεμνογράφος, cpd of άσεμνος & combin form -γράφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεμνολογία [asemnoloyía] η, (L)
  • use of obscene or smutty language:
    • ποιος θα μετρήσει τη θεραπευτική δύναμη .. της ασεμνολογίας, του μεθυσιού και του κρότου! (Papantoniou)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασεμνολογία, der of ασεμνολόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεμνολόγος [asemnolόγos] ο, (L)
  • one who uses obscene or smutty language, foul-mouthed person

[fr kath (neol) ασεμνολόγος, cpd w. combin form -λόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεμνολογώ [asemnoloγό] ασεμνολογεί, (L)
  • use obscene or smutty language, speak about obscene matters

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασεμνολογώ, der of ασεμνολόγος]

[Λεξικό Κριαρά]
άσεμνος, επίθ.
  • Αισχρός:
    • άσεμνον μοιχείαν (Σωσ. 69).

[αρχ. επίθ. άσεμνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσεμνος -η -ο [ásemnos] Ε5 : 1.για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εξωτερική εμφάνιση έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται σεμνό και ευπρεπές, κυρίως στο σεξουαλικό τομέα και συνήθ. για γυναίκα. 2. για κτ. που θεωρείται ότι προσβάλλει το δημόσιο αίσθημα της αιδούς και κυρίως για κτ. που προκαλεί σεξουαλικά: Άσεμνα αστεία. Άσεμνες φωτογραφίες / πράξεις / χειρονομίες. || (ως ουσ.) το άσεμνο: Ο νόμος περί ασέμνων, για δημοσιεύματα σε έντυπα και για θεάματα. άσεμνα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἄσεμνος `αναξιοπρεπής, ταπεινός΄ σημδ. γαλλ. indécent]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7   Next >
Go to page:Go