Combined Search
| 137 items total [121 - 130] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανωφέλητος, επίθ.· ανωφέλετος.
-
- 1) Που δεν παρέχει ωφέλεια· μάταιος, άχρηστος:
- ανωφελέτους κόπους (Διγ. A 3346).
- 2) Που δεν ωφελείται, δεν απολαμβάνει κ.:
- (Aιτωλ., Mύθ. 5824).
[αρχ. επίθ. ανωφέλητος. Τ. ανεφέλετος στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). O τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Που δεν παρέχει ωφέλεια· μάταιος, άχρηστος:
- ανωφέλητος s. ανωφέλετος.
- ανώφελο [anófelo] το,
- uselessness, futility (syn το ανωφελές, το μάταιο):
- οι καβγάδες αφήνουν την αίσθηση του ανώφελου |
- έπρεπε να περάσουν διακόσια χρόνια για να επισημανθεί το ~ των ξενικών μπολιασμάτων, να επαναστατήσει ξανά το κοιμισμένο δαιμόνιο κλ (Papatsonis)
[substantiv. n of ανώφελος; cf kath το ανωφελές]
- uselessness, futility (syn το ανωφελές, το μάταιο):
- ανώφελος, επίθ.· ανέφελος.
-
- 1) Που δεν παρέχει ωφέλεια, άχρηστος:
- (Λίβ. P 347).
- 2) Mάταιος:
- ανέφελος μεταγνωμός (Eρωφ. E´ 135).
[<αρχ. επίθ. ανωφελής με μεταπλ. T. ‑ός στο LBG. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Που δεν παρέχει ωφέλεια, άχρηστος:
- ανώφελος -η -ο [anófelos] Ε5 : που δε φέρνει αποτέλεσμα, που δεν ωφελεί σε τίποτε· μάταιος, άσκοπος: Όταν κατάλαβαν ότι κάθε προσπάθεια ήταν ανώφελη, παραδόθηκαν. Tα λόγια είναι ανώφελα, όταν δε συνοδεύ ονται από πράξεις. Είναι ανώφελο να επιμένεις, γιατί δε θα με μεταπείσεις.
ανώφελα ΕΠIΡΡ: ~ θυσίασα τόσα χρόνια. [μσν. ανώφελος < αν- (δες α- 1) όφελ(ος) -ος ή αρχ. ἀνωφελ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. τόνου κατά τα επίθ. με στερ. α- 1]
- ανώφελος, -η, -ο [anófelos] (region. ανούφελος) = ανωφέλευτος
- :
- ~ άνθρωπος, δρόμος, ποιητής |
- ανώφελη ελπίδα, ποικιλία, σοφία, χίμαιρα |
- ανώφελο βάρος, δάκρυ, κορμί, σπαθί, χέρι |
- ανώφελο απολίθωμα, έγκλημα, ερώτημα, όνειρο, τραγούδι |
- επίθετα ανώφελα για την ποιητική έκφραση |
- είναι άδικο και ανώφελο να καταριόμαστε τις προόδους της τεχνικής |
- είναι ανώφελο να αγωνίζεται κανείς εναντίον της μοίρας |
- η σκέψη, η δράση, είναι γι' αυτούς πράματα όχι μόνο ανώφελα, αλλά βλαβερά κ' ενάντια στη θρησκεία (Ouranis) |
- έφυγε σαν το ανώφελο, άσκημο πουλί, που κανένας δε στέκεται ν' ακούσει το κελάιδισμά του (Lountemis) |
- poem κ' η κόρη στον ανθό της σα δεν παντρευτεί, | μαραζωμένη, ανώφελη γωνιάζεται (Palam) |
- έσκυψα πάλε, ανώφελο το μάτι μου απεθύμα | να τρέξει ακόμα στου καιρού το βουρκωμένο κύμα (Markoras) |
- ανώφελο η ψυχή να κλαίει | και να ποτίζεται φαρμάκι (Malakasis)
- ⓐ = ανωφέλευτος #i/i#:
- ~ αγώνας, αντίλογος, μετανοιωμός, κόπος |
- ανώφελη αιμοβορία, ζωή, θυσία, πολυλογία, προσπάθεια, σπουδή |
- ανώφελα κι απρόσεχτα χρόνια |
- folkt ο Eμμί φουρκίστηκε βλέποντας την ανώφελη καταστροφή που έκανε το αχόρταγο ζωντανό |
- ο φρόνιμος άνθρωπος και στις μεγαλύτερες ακόμη συμφορές του προσπαθεί ν' αποφύγει τις ανάξιες και ανώφελες θρηνωδίες (Papanoutsos) |
- η τέχνη μονάχα είναι να κρατάει ο άνθρωπος το κεφάλι του καθαρό και άδειο από τ' ανώφελα καμώματα της άνεργης ψυχής, όνειρα και πόθους (Apostolakis) |
- poem πέφτουν ανώφελη βροχή τα φέγγη τ' ουρανού (Ritsos) |
- ανώφελη η αναζήτηση | παρθενικής γωνιάς σε κορμί | βιασμένο από το πλήθος (Korfis)
[fr postmed, MG ανώφελος ← K, AG ἀνωφελής]
- ανωφέρεια η [anoféria] Ο27 : (λόγ.) έκταση του εδάφους ή δρόμος που έχει κλίση προς τα επάνω· ανήφορος. ANT κατωφέρεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀνωφέρεια `ανοδική κίνηση΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ανωφερής]
- ανωφέρεια [anoféria] η, (L)
- uphill ground, rising gradient, rise, ascent, acclivity (syn in ανηφόρα ant L κατωφέρεια):
- το ανέβασμα τώρα ήταν κοπιαστικό στην απότομη, βραχόσπαρτη ~, που κάτω της έχασκαν άβυσσοι και παράστεκαν γκρεμοί (Nirvanas) |
- προς τα κάτω ήτανε μια μικρή ~, με δέντρα στη μια της πλευρά κλ (Kokkinos) |
- την ανέγερση των δυο ναών την υποβοήθησε η φυσική ~ της τοποθεσίας (Kanellop, adapted)
[fr kath ανωφέρεια ← K (3rd c. AD)]
- uphill ground, rising gradient, rise, ascent, acclivity (syn in ανηφόρα ant L κατωφέρεια):
- ανωφερής, επίθ.
-
- Που κατευθύνεται προς τα επάνω:
- (Διγ. Z 3919).
[αρχ. επίθ. ανωφερής. H λ. και σήμ.]
- Που κατευθύνεται προς τα επάνω:
- ανωφερής -ής -ές [anoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα επάνω· ανηφορικός. ANT κατωφερής: ~ δρόμος.
[λόγ. < αρχ. ἀνωφερής `ανοδικός΄ κατά τη σημ. της λ. ανήφορος]



