Combined Search
| 150 items total [141 - 150] | << First < Previous Next > Last >> |
- αντευσπλαγχνία η.
-
- Eυσπλαχνία (ως ανταπόδοση):
- (Λεξ. III 13).
[<πρόθ. αντί + ουσ. ευσπλαγχνία. H λ. στο LBG]
- Eυσπλαχνία (ως ανταπόδοση):
- αντευχή [andef í] η, (L)
- reciprocal wish:
- ανταποδίδει κανείς την ευχή, π.χ. 'καλά στέφανα!' 'κ' εσείς καλή πάντα υγεία' |
- αντευχές ή αντικατάρες δίνονται αμέσως από το φίλο ή τον αντίπαλο (Loukatos)
[fr kath (neol) αντευχή, cpd w. ευχή; cf απευχή, κατευχή etc]
- reciprocal wish:
- αντεύχομαι [andéfxome] Ρ (βλ. εύχομαι) : απαντώ σε ευχή κάποιου ευχόμενος και εγώ κτ. γι΄ αυτόν.
[λόγ. αντ(ι)- εύχομαι]
- αντεύχομαι [andéfxome] aor αντευχήθηκα (L)
- wish in turn (syn phr ανταποδίδω την ευχή):
- στη υγειά σας παιδιά! γεια-χαρά, καπετά Γιάννη! του αντευχήθηκε (Karagatsis) |
- ο πάτερ αντευχήθηκε |
- ώρες καλές, παιδί μου (Petsalis)
[fr kath (neol) αντεύχομαι, cpd w. εύχομαι]
- wish in turn (syn phr ανταποδίδω την ευχή):
- αντέφεση η [andéfesi] Ο33 : (νομ.) ένδικο μέσο κατά το οποίο αυτός που κέρδισε τη δίκη μπορεί να προσβάλει την έφεση που έκανε ο αντίδικος.
[λόγ. αντ(ι)- + έφε(σις) -ση]
- αντέφεση [andéfesi] η, (& kath αντέφεσις) gen αντέφεσης (& αντεφέσεως) (L) law
- cross appeal
[fr kath (neol Koumanoudis) αντέφεσις, this cpd w. MG έφεσις ← K, PatrG ← AG]
- αντέφοδος [andéfo∂os] η, milit
- counter-attack (syn αντεπίθεση):
- με μια ορμητική του αντέφοδο θα σαρώσει τον παλαιοκομματισμό (Roussos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντέφοδος, cpd of αντ(ι)- & έφοδος]
- counter-attack (syn αντεπίθεση):
- αντεχερός, -ή, -ό [ande erós]
- sturdy, strong, vigorous:
- θα τρυπούσε το στομάχι και του πιο αντεχερού γορίλλα (Tsirkas)
[fr *αντοχερός, der of αντοχή w. suff -ερός w. interference of αντέχω]
- sturdy, strong, vigorous:
- αντέχω [andéxo] -ομαι στη σημ. 2α Ρ3 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες: Tο ατσάλι αντέχει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Δεν αντέχουν τα τρόφιμα έξω από την κατάψυξη. α. είμαι κατάλληλος ή ικανός για κτ.: Aντέχει το πλοίο στη φουρτούνα / το αυτοκίνητο στον καρόδρομο. H γέφυρα δεν άντεξε σε τόσο βάρος και γκρεμίστηκε. Tο αυτοκίνητο αντέχει ακόμα, είναι κατάλληλο για χρήση. Aντέχει το πάτωμα / το σύρμα, δε σπάει. Aντέχει το ύφασμα, δε φθείρεται. ΦΡ (δεν) το αντέχει η τσέπη* μου. β. (ιδ. για πρόσ.) διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι: Είναι ογδόντα χρονών, αντέχει όμως ακόμα. γ. διατηρώ την αξία μου: Επιχειρήματα που αντέχουν και στην πιο αυστηρή κριτική. Έργο τέχνης / μυθιστόρημα που δεν αντέχει στο χρόνο. 2. αντιμετωπίζω ή έχω τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω με επιτυχία: α. μια κατάσταση, συνήθ. δυσάρεστη: ~ στο κρύο / στην πείνα / στην κούραση. Δεν την ~ αυτή την ιστορία. Δεν αντέχεται αυτή η μυρωδιά. Πώς να αντέξει ο κοσμάκης σε τέτοια ακρίβεια! Ουφ! δεν ~ άλλο. (έκφρ.) ~ στη σύγκριση με κπ., είμαι ισάξιος με αυτόν. || ~ κπ., τον ανέχομαι: Δεν τον ~ άλλο πια με την γκρίνια του. Πώς τον αντέχει τον άντρα της με τόσες παραξενιές; β. μια ανάγκη· μπορώ: Aντέχεις να με βοηθήσεις να σηκώσουμε το μπαούλο; γ. μια ξένη ενέργεια, συνήθ. εχθρική: ~ στην επίθεση / στην πίεση του εχθρού, αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ.
[αρχ. ἀντέχω]
- αντέχω [andéxo] aor άντεξα (& άνθεξα) (subj αντέξω & ανθέξω)
- ① trans endure, bear, stand, tolerate, take (syn βαστώ, κρατώ):
- ο άνθρωπος όλα μπορεί να τα ανθέξει |
- δεν ~ τη μοναξιά, τον πόνο |
- πώς άντεξα αυτόν τον πόλεμο! (Stratou) |
- κράτησα την ανάσα μου κ' έσφιξα τα δόντια για ν' αντέξω το κύμα του πόνου που θα 'ρχόταν (Valtinos) |
- είναι αδύνατο να ανθέξει κανείς μια τέτοια έκφραση στο πρόσωπο ενός παιδιού (Mourelos) |
- θα μου ήταν αδύνατο να επιζήσω από σένα, δεν θα μπορούσα ούτε καν να φαντασθώ τέτοιο πράμα, να το αντέξω (TAthanasiadis) |
- poem ν' αφήσουν σώματα, κει που οι ψυχές δεν αντέχουν (Seferis)
- ② intr (partly w. prep σε + acc) resist, withstand (syn L είμαι ανθεκτικός):
- το σανίδι είναι πάρα πολύ λεπτό για να ανθέξει στο βάρος |
- όλα απαρχής σχεδιασμένα και χτισμένα για ν' αντέχουν στο πέρασμα του καιρού (Panagiotop, adapted) |
- πεζούρα ήταν, ήταν και ιππικό, αλλά τίποτα δεν άνθεξε μπρος στην ορμή των Pουμελιωτών (Petsalis) |
- ένα άλλο μέσο κάνει τις ζωγραφιές ν' αντέχουν στις επιδρομές της ομίχλης και να διατηρούν τη χρωματική τους λάμψη (Kazantz) |
- εάν σε έναν αγώνα δεν αντέξεις έως το τέλος, το πόσο άντεξες έως ένα σημείο του αγώνα δεν λογαριάζεται (Stasinop) |
- poem χτισμένα με σχιστόλιθο, πεντάγερα, αντέχουνε στη φθορά μ' όλη την εγκατάλειψη (Kasdaglis)
- ③ hold out, last, endure, survive (syn διαρκώ, εξακολουθώ, συνεχίζω):
- το χρυσάνθεμο αντέχει κι ανθεί μέσα στα χιόνια (Kazantz) |
- σκεύη, έθιμα, δοξασίες άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου (FKakridis) |
- χρησιμοποιώ τις λέξεις των άλλων, όσες αντέχουν ακόμα, όσες είναι ακόμα ζωντανές (Zannas) |
- αυτός του έδωσε τη δύναμη ν' ανθέξει τόσα χρόνια στην ερημιά (Chourmouziadis) |
- ένα καλομαθημένο ακριβοπαίδι δύσκολο ν' αντέξει στην πορεία (LAkritas) |
- το ότι το θέατρό μας άνθεξε στην αφαίρεση βασικών στελεχών του είναι μια ένδειξη της ζωτικότητάς του (Thrylos) |
- η πόρτα του φρουρίου άντεξε· οι κουρσάροι έφυγαν (Varelas) |
- είναι εδώ ωσάν να μην άντεχε η δυναμικότης της μορφής του Σωκράτους, να βαστάζει δηλαδή τον μύθο περί δημιουργίας του κόσμου (Theodorakop) |
- λίγα βήματα είναι ως την έξοδο ν' αντέξει να τα περπατήσει αβοήθητος (Roufos)
- ⓐ ride out, to weather:
- το πλοίο αντέχει στη θύελλα |
- η τοπική αυτή σάτιρα αντέχει στη θεομηνία του καιρού (Papantoniou)
[fr MG αντέχω (Kriaras' Lex) ← early MG (also pap) ← K, AG ἀντέχω]
- ① trans endure, bear, stand, tolerate, take (syn βαστώ, κρατώ):



