Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άμα
327 items total [121 - 130]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάν-αμάν [amán amán] το,
  • singing aman aman:
    • η ηθοποιός κάθεται στο ντιβάνι· τίποτε από ανατολίτικη πλαδαρότητα, από ξάπλωμα και από ~ (Athanasiadis-N)

[fr Turk aman! aman!]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμανάτι το [amanáti] Ο44 : 1.(παρωχ.) ενέχυρο ή εγγύηση: Bάζω / δίνω / αφήνω κτ. ~. Για να ζήσει μερικούς μήνες η δύστυχη έδωσε ~ τα λιγοστά χρυσαφικά της. || (για πρόσ.) όμηρος: Έκλεισαν στη φυλακή τους προεστούς, για να τους έχουν ~. 2. (προφ.) χαρακτηρισμός για καθετί που υποχρεώνεται να έχει κάποιος κοντά του, ενώ είναι γι΄ αυτόν ενοχλητικό: Έχασε τη γυναίκα του και του έμεινε ~ η πεθερά. Ένας θεόρατος καναπές που μας άφησε ~ ο προηγούμενος νοικάρης. ΦΡ μένω / με αφήνουν ~, μένω χωρίς παρέα ή δεν ικανοποιείται ένα αίτημα, μια επιθυμία μου.

[τουρκ. amanat, emanet `αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη΄ (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανάτι [amanáti] το, (& region. Crete, Epir, WMaced, Thrace etc αμανέτι)
  • ① object entrusted to s.o. or an institution for safekeeping, trust (syn L παρακαταθήκη):
    • μας το άφησε για ~ |
    • είχε ο αθεόφοβος κι αμανάτια που τα 'κλεψε (Psichari) |
    • θα τα στείλω γω στην τράπεζα ~(Vlachogiannis) |
    • poem σαράφικα έχτισε σωστά | μ' ασημικά και μ' αμανάτια (Agras)
  • ② pawn, gage, pledge, surety (syn αμάχι, ενέχυρο, υποθήκη):
    • είναι ~ it is at gage |
    • βάζω (βάνω) κάτι ~ I pawn sth (syn αμανατιάζω, αμαχεύω 1, ενεχυριάζω) e.g. βάζω το ρολόι μου ~ (syn ακουμπώ το ρολόι μου) |
    • έβαλε ~ τα σκουλαρίκια της, τα χρυσαφικά της |
    • και τα εικονίσματα βάνει ~ |
    • θέλει να βάλει το σπίτι του ~ |
    • το σπίτι του το 'χει ~ (Demetrieis) |
    • τι θα πάθαινα, αν έβαζα τότε στην Aθήνα τις χειμωνιάτικες φορεσιές μου ~! (Xenop) |
    • δάνειζε στη φτωχολογιά δανεικά κι αγύριστα, δίχως ~, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό (Nirvanas) |
    • poem οι τόκοι | κ' οι δανειστές μου οι ζόρικοι με σέρνουν | και παίρνουνε το βιος μου για ~ (Stavrou Ar)
  • ⓐ hostage (syn L όμηρος):
    • κρατώ or παίρνω κ. ~ |
    • αφήνω (παρατώ) κ. ~ |
    • κράτα το γιο μου ~ ώσπου να γυρίσω |
    • idiom phr έμεινε ~ stayed for good as was not intended or agreed upon |
    • αξίωσε από τους προεστούς να μείνουνε στην Tρίπολη ~ (Melas) |
    • πήρανε δώδεκα αρχόντους να τους κρατήσουν ~ (Petsalis)
  • ⓑ region. direction, instruction, command (syn εντολή, παραγγελία):
    • folks. μισεύω και σ' αφήνω γεια, σ' αφήνω κι ~ |
    • | τα δυο βυζιά του κόρφου σου άλλος να μην τα πιάσει (DPetrop)
  • ③ region. (Cycl, EAegean, Thrace etc) parcel shipped through a private person providing messenger and delivery service (αμανετζής) (syn region. αποδοσίδι 1b):
    • σου φέρνω ένα ~ από το γιο σου |
    • του 'δωκα ~ να το πάει στην αδερφή μου στην Πόλη |
    • θα λάβεις ένα ~ με το σωφέρ

[fr LMG αμανάτι, this fr Turk amanat bes emanet 'thing entrusted to s.o. for safekeeping']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιάζω [amanatjázo] region. (Peloponn,
  • Sterea etc) give as surety, pawn (syn βάζω αμανάτι, s. αμανάτι 2):
    • θ' αμανατιάσουμε το σπίτι μας να πάρουμε λεφτά

[der of αμανάτι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιτζής [amanatidzís] ο, (& αμανετιτζής)
  • pawnbroker (syn ενεχυροδανειστής)

[fr Turk emanetçi 'depositary; pawnbroker']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανεδάκι [amane∂áci] το, (& region. μανεδάκι) το,
  • little song in oriental style:
    • ο ραβδιστής τραγουδάει το μανεδάκι που μαρτυρεί τον καημό του (Lesbos) |
    • ένας καραβήσιος, κάνοντας τ' ~ γαργάρα του, ακούστηκε σαν ψαλμωδία ιερέα (Skarimpas)

[der of αμανές; cf stem αμανεδ- of pl αμανέδες; cf καφεδ-άκι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανεδισμός [amane∂izmós] ο,
  • melody of an amanes:
    • ο ρινόφωνος ~ (Palaiologos)

[der of αμανές]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμανές ο [amanés] Ο13 : τραγούδι με αργόσυρτη ανατολίτικη μελωδία, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Tούρκικος ~. Tραγούδησε έναν παθιάρικο αμανέ. ΦΡ έχει / πήρε / σήκωσε (πολύ) ψηλά τον αμανέ, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ανάλογα. (σπάν.) ο ίδιος ~, για επίμονη και κουραστική επανάληψη των ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.· ΣYN ΦΡ το ίδιο τροπάρι / τροπάριο.

[< μανές με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ma > enama > en-ama] < τουρκ. mân(i) `είδος λαϊκής μουσικής΄ (από τα αραβ.) -ές ίσως και παρετυμ. αμάν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανές [amanés] ο, (& region. EGreece μανές)
  • ① slow, drawn-out, passionate song in oriental style w. the word αμάν inserted:
    • ανατολίτικος ~ |
    • αμανέδες αγιάτρευτου σεβντά |
    • τραγουδάει αμανέ |
    • αρχίσαν το πιοτό και τους αμανέδες |
    • μας χόρτασαν αμανέ και μπουζούκι |
    • idiom phr παίρνει ψηλά τον αμανέ is uppish, is arrogant, exaggerates in his own favor (near-syn υπερηφανεύεται) ; also σηκώσανε ψηλά τον αμανέ |
    • οι Mαροκινοί σήκωσαν, μόλις είδαν τ' άστρα, έναν αμανέ μονότονο, θλιβερό, όλο πάθος, σαν το τραγούδι του καμηλιέρη στην έρημο της Aραβίας (Kazantz) |
    • θα τραγουδήσει (sc ο Παλαμάς) -και με τι εξαίσιο τρόπο!- ως και τον αμανέ των σαντουριέρηδων (Melas) |
    • poem σαν αμανέ σέρνω τη δέηση | προς τα θαλάσσινα στοιχεία (Skipis)
  • ⓐ pl μανέδες οι, two- or four-line popular songs (syn λιανοτράγουδα):
    • οι μανέδες δε σταματούσανε ως τα βαθιά μεσάνυχτα (Theotokas)
  • ② fig unchanged statement:
    • μίλησε και ο συνάδελφος και ό,τι είπε ήταν ο ίδιος ~ του που ξέρουμε the same old song

[fr Turk emanὐ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανετζής1 [amanedzís] ο,
  • private carrier of letters, money, and parcels (syn ιδιωτικός ταχυδρόμος)

[fr Turk emanetçi; cf αμανατιτζής]

< Previous   1... 11 12 [13] 14 15 ...33   Next >
Go to page:Go