Combined Search
| 68 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλογοπατουματέα η.
-
- Kοίλωμα που σχηματίζεται στο χώμα από το πάτημα αλόγου:
- (Σπανός A 200).
[<ουσ. άλογον + *πατουματέα (<πατηματέα/‑ιά, με χείλωση· πβ. Συμεωνίδης 1974: 239-41). Πβ. νεότ. αλογοπατημασιά (IΛ)]
- Kοίλωμα που σχηματίζεται στο χώμα από το πάτημα αλόγου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόπετρα [aloγópetra] η,
- copper sulphate, blue vitriol (syn γαλαζόπετρα, μαβιά πέτρα (s. μαβίς) L θειικός χαλκός)
[cpd w. πέτρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοπέτσι [aloγopétsi] το,
- horsehide (syn δέρμα του αλόγου, αλογήσιο δέρμα or τομάρι, αλογοτόμαρο)
[cpd w. πετσί; cf βοϊδοπέτσι, γαϊδουροπέτσι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόπετσο [aloγópetso] το, s. αλογοπέτσι, q.v.
[cpd w. πετσί]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοποτίστρα [aloγopotístra] η,
- watering trough for horses & other beasts of burden:
- έσκυψα κ' ήπια νερό στην ~ (Vlachogiannis)
[cpd w. ποτίστρα]
- watering trough for horses & other beasts of burden:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοπούλαρο [aloγopúlaro] το, region. (Zak,
- Peloponn, Eub etc) colt
[cpd w. πουλάρι; cf γαϊδουροπούλαρο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόπροκα [aloγóproka] η,
- clinch nail (syn γυριστό καρφί, καρφί της λαμαρίνας)
[cpd w. πρόκα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλογος -η -ο [áloγos] Ε5 : (λόγ.) ANT έλλογος. 1. που δεν έχει λογικό: Όλα τα έμβια όντα, έλλογα και άλογα. 2. παράλογος: Άλογη ενέργεια / πράξη.
άλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄλογος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλογος, -η, -ο [áloγos] (L) philos etc
- ① devoid of reason or logic (ant έλλογος, λογικός):
- ~ άνθρωπος |
- όντα άλογα |
- άλογα ζώα, e.g. θεοποιήσανε τ' άλογα ζώα (Prevelakis) |
- μπορεί κάποιος να γεννηθεί ~, παράφρονας, ανίκανος να γίνει φορέας του λόγου (Tsatsos)
- ② irrational, of elements, abstracts, actions, passions etc (syn αλόγιστος 1, ant λογικός, έλλογος):
- άλογη ουσία της ζωής |
- άλογη φύση (ant έλλογη φύση) |
- άλογη ζωή |
- άλογη λειτουργία, άλογες κινήσεις, άλογη μίμηση |
- το άλογο στοιχείο (or μέρος) (ant έλλογο στοιχείο) e.g. τα άλογα στοιχεία της ζωής or της ψυχής; τα άλογα και συναισθηματικά στοιχεία του ανθρώπου είναι τα κύρια και αξιόλογα (Theodorakop); θα δοθεί η μάχη μεταξύ έλλογων και άλογων στοιχείων (Chatzinis) |
- άλογες δυνάμεις (ant έλλογες δυνάμεις) e.g. άλογες δυνάμεις της ψυχής (συναισθημάτων και ορμών), αισθητικής συνείδησης |
- άλογες φαντασίες (ant έλλογες φαντασίες) |
- η χριστιανική μεταφυσική έδειξεν ότι ο λόγος χωρίς πίστη είναι ~ (Tatakis) |
- η πίστη είναι άλογη ενέργεια της ψυχής, ανταπαντούν οι εθνικοί φιλόσοφοι (id.) |
- η άλογη μυστικοπάθεια |
- η ζωή η ίδια είναι μια άλογη πραγματικότητα που συλλαμβάνεται μονάχα από τα έργα της (Theodorakop) |
- άλογη ορμή, e.g. άλογες και παράφορες ενστιχτιακές ορμές (Theodoridis) |
- ορμές της ανθρώπινης ψυχής σκοτεινές και άλογες (Kakridis) |
- άλογα πάθη, e.g. το πάθος είναι αφ' εαυτού του άλογο (Theodorakop) |
- ο κοινός έλεος και φόβος, δηλ. πάθη άλογα και απειθάρχητα (Papanoutsos) |
- άλογο πείσμα |
- άλογη λατρεία για το πρόσωπο (Theodorakop) |
- η άλογη καλλιτεχνική δύναμη τον έθρεψε (Andronikos) |
- η ηδονή είναι κάτι άλογο (Theodorakop) |
- άλογο πράγμα δεν είναι γνώση (id.) |
- poem μα οι νεκροί μ' άλογη γνώση πια γνωρίζουν το μέγα μυστικό (Melissanthi)
- ⓐ contrary to reason, illogical, unreasoned, absurd (syn αλλόκοτος 2, παράλογος):
- άλογη πράξη |
- η φύση αρνιέται τα δόγματα του άλογου πολιτισμού μας (Evelpidis transl of de Sade) |
- του κάκου πάσκισε να εξορκίσει την άλογη ανησυχία του (Roufos)
[fr K, PatrG, AG ἄλογος]
- ① devoid of reason or logic (ant έλλογος, λογικός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλογοσέρνω.
-
- Σέρνω κάπ. δεμένο πίσω από άλογο ώστε να θανατωθεί (είδος ποινής):
- αμή τους αλογόσερνε μέσα από τους φόρους (Iστ. Bλαχ. 980).
[<ουσ. άλογον + σέρνω. Τ. ‑σύρνω στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σέρνω κάπ. δεμένο πίσω από άλογο ώστε να θανατωθεί (είδος ποινής):



