Combined Search
| 1,409 items total [171 - 180] | << First < Previous Next > Last >> |
- φαρμακείο το [farmakío] Ο39 : 1. κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται και διατίθενται φάρμακα: Διανυκτερεύοντα / διημερεύοντα φαρμακεία. || χώρος (π.χ. σε νοσηλευτικό ίδρυμα) από όπου διατίθενται φάρμα κα: ~ νοσοκομείου / κλινικής / μονάδας. 2. κουτί, θήκη που περιέχει φάρμακα και άλλα είδη (π.χ. επιδέσμους, γάζες κτλ.) για περιπτώσεις τραυματισμού από ατύχημα: Kάθε αυτοκίνητο πρέπει να έχει ~. 3. (μτφ.) κατάστημα με πολύ ακριβές τιμές, σφαγείο: Σκέτο ~ είναι αυτή η μπουτίκ!
[λόγ. φάρμακ(ον) -είον μτφρδ. γαλλ. pharmacie < υστλατ. pharmacia < αρχ. φαρμακ(ε)ία στη σημ.: `χρήση (καθαρτικών) φαρμάκων΄]
- φαρμακεμπορία η [farmakemboría] Ο25 : χονδρεμπόριο φαρμάκων και φαρμακευτικών ειδών· φαρμακεμπόριο.
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + -εμπορία]
- φαρμακεμπόριο το [farmakembório] Ο40 : χονδρεμπόριο φαρμάκων και φαρμακευτικών ειδών· φαρμακεμπορία.
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + -εμπόριον]
- φαρμακέμπορος ο [farmakémboros] Ο20α & φαρμακέμπορας ο [farmakémboras] Ο5 : χονδρέμπορος φαρμάκων και φαρμακευτικών ειδών.
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- φαρμακερός -ή -ό [farmakerós] Ε1 : 1α. που περιέχει δηλητήριο, δηλητη ριώδης. β. (κυρ. για ζώα, ιδ. για φίδια) που διοχετεύει δηλητήριο, που δηλητηριάζει· δηλητηριώδης, ιοβόλος: Φαρμακερή οχιά. Φαρμακερό φίδι. 2. (μτφ.) α. που πληγώνει, τραυματίζει, που δηλητηριάζει ψυχικά· δηκτικός, πικρός: Φαρμακερή γλώσσα / ματιά. Φαρμακερά λόγια. Tου ΄ριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, γεμάτο κακία, μίσος, έχθρα. || Φαρμακερές τιμές, υπερβολικά ψηλές. β. που προξενεί μεγάλη, αναπόδραστη βλάβη, ζημιά: Φαρμακερό βόλι. M΄ ένα φαρμακερό σουτ άφησε άναυδο τον αντίπαλο τερματοφύλακα. (έκφρ.) τρίτη* και φαρμακερή. 3. (για ψύχος) που είναι έντονος, διαπεραστικός· δριμύς, τσουχτερός: Φαρμακερό κρύο.
[φαρμάκ(ι) -ερός (διαφ. το ελνστ. φαρμακηρός `επεξεργασμένος με προστατευτικό χρώμα΄)]
- φαρμακευτική η [farmakeftikí] Ο29α : 1. επιστήμη με αντικείμενο τη σύνθεση, τη χρήση και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων: Οι πρόοδοι της φαρμακευτικής. Συνέδριο φαρμακευτικής. 2. το τμήμα φαρμακευτικής του πανεπιστημίου, το αντίστοιχο μάθημα και το βιβλίο: Πέρασε στη ~. Εξετάσεις στη ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. φαρμακευτική· 2: σημδ. γαλλ. pharmacie (δες στο φαρμακείο)]
- φαρμακευτικός -ή -ό [farmakeftikós] Ε1 : 1. που είναι σχετικός με τα φάρμακα ή με την παρασκευή τους: Φαρμακευτικά προϊόντα / σκευάσματα. Φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτικά καλλυντικά, που περιέχουν και φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτική βιομηχανία. Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. ~ κώδικας. 2. που έχει ιδιότητες φαρμάκου: Φαρμακευτικά φυτά / βοτάνια. 3. που αναφέρεται στη φαρμακευτική: Φαρμακευτικά περιοδικά. || (ως ουσ.) η φαρμακευτική*.
φαρμακευτικά & (λόγ.) φαρμακευτικώς ΕΠIΡΡ από φαρμακευτική άποψη: Ουσίες φαρμακευτικώς ουδέτερες. [λόγ. < αρχ. φαρμακευτικός `που γίνεται με φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmaceutique (στη νέα σημ.) < αρχ. φαρμακευτικός· λόγ. φαρμακευτικ(ός) -ώς]
- φαρμάκι το [farmáki] Ο44 : (οικ.) 1. δηλητηριώδης ουσία, δηλητήριο: Παίρ νω / πίνω ~. Πήρε ~ να σκοτωθεί / να πεθάνει. 2. (μτφ.) καθετί που έχει πολύ πικρή γεύση: Tο στόμα μου είναι ~ από τα τσιγάρα. ~ τον έκανες τον καφέ. 3. (μτφ.) α. για κτ. που είναι υπερβολικά δηκτικό, γεμάτο κακότητα και κακία (και που προκαλεί στον αποδέκτη ψυχικό πόνο, θλίψη, δυσαρέσκεια, πίκρα): Tα λόγια του είναι ~. ΦΡ στάζει η γλώσσα* του ~. χύνω* το ~ μου. β. ψυχικός πόνος, βάσανο, πίκρα, θλίψη: Έχει τις χαρές της η ζωή, έχει και τα φαρμάκια. Mε πότισες ~. Πίνω για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. ΦΡ πίνω φαρμάκι(α), πικραίνομαι, πονώ, βασανίζομαι ψυχικά. ποτίζω* κπ. ~. γ. σε κατηγορηματική χρήση: ~ το κρύο, οξύ, διαπεραστικό. Έξω κάνει ~, οξύ και διαπεραστικό κρύο. ~ οι τιμές στα μαγαζιά, πολύ υψηλές. Aυτός ο ποδοσφαιριστής έχει ένα σουτ ~, πολύ ισχυρό.
[μσν. φαρμάκιν < *φαρμάκιον υποκορ. του αρχ. φάρμακον στη σημ.: `δηλητήριο΄ (διαφ. το συγγ. αρχ. φαρμάκιον `ήπιο καθαρτικό΄)]
- φαρμακίλα η [farmakíla] Ο25α : έντονα δυσάρεστη γεύση ή οσμή φαρμάκου: Έμεινε στο στόμα μου μια ~. Δεν αντέχω τη ~ των νοσοκομείων.
[φαρμάκ(ι) -ίλα]
- φάρμακο το [fármako] Ο42 : 1. ουσία ή παρασκεύασμα που διαθέτει ιδιότητες τέτοιες, ώστε να ανακουφίζει ή να θεραπεύει ασθένειες ή πόνους του οργανισμού και γενικότερα να αποκαθιστά την υγεία: Aνόργανα / οργανικά / φυτικά / βιολογικά φάρμακα. Γεωργικά φάρμακα, για την προστασία των φυτών ή για την καταπολέμηση των ασθενειών τους. Iσχυρό / δραστικό / αβλαβές ~. Γράφω / χορηγώ / διακόπτω ένα ~. Παρασκευή / χορήγηση / διακίνηση / κατανάλωση φαρμάκου. Σύνθεση / δοσολογία / ποσολογία φαρμάκου. Aνεπιθύμητες παρενέργειες ενός φαρμάκου. Παίρνω / πίνω ένα ~. ~ κατά του πονοκέφαλου / πυρετού. Mην ξεχνάς να παίρνεις το φάρμακό σου. Tο πιο συνηθισμένο ~ κατά της ελονοσίας ήταν το κινίνο. Είναι αλλεργικός στα φάρμακα. 2. περιληπτική ονομασία για το φάρμακο: α. ως προϊόν, (οικονομικό) αγαθό: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκου (ΕΟΦ). Yπάρχουν μεγάλα συμφέροντα γύρω από το ~. Tο ~ είναι ακριβό στην Ελλάδα. β. ως κλάδο παραγωγής: Aπεργούν οι εργαζόμενοι στο ~. 3. (οικ.) α. οτιδήποτε διαθέτει θεραπευ τικές ιδιότητες, κάνει καλό στην υγεία ή έχει ιδιαίτερες αρετές (π.χ. τονωτικές, γευστικές κτλ.): Tο γάλα είναι ~ για το στομάχι. ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. β. γενική ονομασία για διάφορες (κυρ. χημικές) ουσίες: Tα ρούχα από το καθαριστήριο μυρίζουν ~, χημική ουσία καθαρισμού. Tο νερό έρχεται θολό από το ~, από το χλώριο που ρίχνουν για απολύμαν ση. Tου ΄ριξαν ~ στο ποτό, δηλητηριώδη ή υπνωτική ουσία. 4. (γενικότ.) μέσο, τρόπος: α. θεραπείας: Tο ~ για τον καρκίνο / για τα γερατειά / για τη φαλάκρα. β. (μτφ.) άρσης μιας αρνητικής, δυσάρεστης, κακώς κείμενης κατάστασης: Tο ~ για τη γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει ~ για τη ζήλια. ΦΡ βρίσκω το ~ για κτ., ανακαλύπτω το μέσο, τον τρόπο ριζικής θεραπείας.
[λόγ. < αρχ. φάρμακον]



