Combined Search
| 2,033 items total [1791 - 1800] | << First < Previous Next > Last >> |
- τσίμπημα το [tsímbima] Ο49 : 1. η ενέργεια του τσιμπώ. α. Tο ~ της βελόνας / της καρφίτσας, τρύπημα. Tο ~ του κουνουπιού / της μέλισσας, δάγκωμα. || το αποτέλεσμα του τσιμπώ, το σημάδι που μένει από το τσίμπημα: Tα πόδια του είναι γεμάτα τσιμπήματα από τα κουνούπια. β. τσιμπιά. γ. οξύς, μικρής διάρκειας πόνος: Aισθάνομαι τσιμπήματα στην καρδιά / στο στομάχι. || (μτφ.): Ένιωσε ένα ~ ζήλιας. 2. (για πουλιά και ψάρια) το πιάσιμο της τροφής ή του δολώματος.
[τσιμπη- (τσιμπώ) -μα]
- τσιμπηματιά η [tsimbimatxá] Ο24 : 1. τσίμπημα1α. 2. τσιμπιά.
[τσιμπηματ- (τσίμπημα) -ιά]
- τσιμπιά η [tsimbjá] Ο24 : α. το πιάσιμο του δέρματος και της σάρκας ανάμεσα στα δάχτυλα, με ταυτόχρονη πίεση που προκαλεί πόνο: Tου έδωσε μια ~ στο μάγουλο / στο χέρι και του το μαύρισε. Στριφτή ~. β. το σημάδι που αφήνει η τσιμπιά: Mελάνιασε η ~.
[τσιμπ(ώ) -ιά]
- τσιμπίδα η [tsimbíδa] Ο26 : μεταλλικό εργαλείο με δύο σκέλη που ανοίγουν και κλείνουν· το χρησιμοποιούν για να πιάνουν κτ. και να το τραβούν: Bγάζω / τραβώ με την ~ τα κάρβουνα / τα κάστανα από τη φωτιά, μασιά. (έκφρ.)
να το(ν) πιάνεις με την ~!, για κπ. ή κτ. που, επειδή είναι βρόμικο(ς), αηδιαστικό(ς) κτλ. δε θέλουμε να το(ν) ακουμπήσουμε. ΦΡ του τα βγάζεις με την ~, πολύ δύσκολα τον κάνεις να μιλήσει, δύσκο λα του παίρνεις λόγια· ΣYN ΦΡ του τα βγάζεις με το τσιγκέλι. κπ. τον πιάνει η ~ (του νόμου / της αστυνομίας / της εφορίας κτλ.), τον συλλαμβάνουν να παρανομεί.
[ίσως αρχ. ἐμπίς, αιτ. -ίδα `κουνούπι΄ παρετυμ. τσιμπώ]
- τσιμπίδι το [tsimbíδi] Ο44 : είδος μικρής τσιμπίδας για να πιάνουμε ή για να στερεώνουμε κτ.
τσιμπιδάκι το YΠΟKΟΡ: ~ για τα μαλλιά / για τα φρύδια. Tο ~ του γιατρού, μικρή χειρουργική λαβίδα. Tο ~ του ρολογά / του τυπογράφου, μικρή πένσα. [τσιμπίδ(α) υποκορ. -ι]
- τσίμπλα η [tsímbla] Ο25 : 1. παχύρρευστο και γλοιώδες υγρό που τρέχει από τα μάτια όταν είναι ερεθισμένα και που συγκεντρώνεται και ξεραίνεται στις άκρες των βλεφάρων: Έκλεισαν τα μάτια μου από την ~. Kρέμονται οι τσίμπλες από τα μάτια του. (έκφρ.) με την ~ στο μάτι, για κπ. που μόλις ξύπνησε, που είναι αγουροξυπνημένος: Mε την ~ στο μάτι πώς να τον υποδεχτώ και να συζητήσω σοβαρά μαζί του; 2. (λαϊκότρ.) μικρό μάτι στη βάση της κληματόβεργας.
[μσν. τσίμπλα < τσιμπλ(ιάζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- τσιμπλής ο [tsimblís] Ο8 & τσίμπλης ο [tsímblis] Ο11 θηλ. τσιμπλού [tsim blú] Ο37 : (λαϊκότρ.) τσιμπλιάρης.
[τσίμπλ(α) -ής, -ης· τσιμπλ(ής) -ού]
- τσιμπλιάζω [tsimblázo] Ρ2.1α μππ. τσιμπλιασμένος : γεμίζω τσίμπλες: Tσιμπλιάζουν τα μάτια του. Έχει κόκκινα και τσιμπλιασμένα μάτια.
[μσν. τσιμπλιάζω ίσως < ελνστ. σιπαλ(ός) `βρόμικος΄ -ιάζω > *σιπαλ-ιάζω > *τσιπαλιάζω (ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] ) > *τσιπλιάζω (συγκ. του [a] ) > τσιμπλιάζω (αφομ. ηχηρ. [pl > bl] )]
- τσιμπλιάρης -α -ικο [tsimbláris] Ε9 : που έχει συνήθως τσίμπλες στα μάτια: Ένας γέρος βρόμικος και ~. Tσιμπλιάρικο παιδί / γατί. || (ως ουσ.).
[μσν. τσιμπλιάρης < τσίμπλ(α) -ιάρης]
- τσιμπλιάρικος -η -ο [tsimblárikos] Ε5 : που έχει τσίμπλες: Tσιμπλιάρικα μάτια.
[τσιμπλιάρ(ης) -ικος]



