Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ρ
717 items total [661 - 670]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυζόχαρτο το [rizóxarto] Ο41 : είδος λεπτού χαρτιού κατασκευασμένου από ρύζι.

[λόγ.(;) ρύζ(ι) -ο- + χαρτ(ί) -ο μτφρδ. γαλλ. papier de riz ή γερμ. Reispapier]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμίζω [riθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο: ~ τη μηχανή. || τοποθετώ κτ. σε μια ορισμένη θέση, διάταξη, για να λειτουργήσει καλά: ~ το διάφραγμα μιας φωτογραφικής μηχανής. β. δίνω σε μια κίνηση ή ενέργεια έναν ορισμένο ρυθμό που πρέπει να είναι ή που είναι ο κανονικός: ~ το βήμα μου / την ταχύτητα μιας μηχανής. 2. τακτοποιώ, διευθετώ: Tα σχετικά με την προαγωγή των υπαλλήλων θα ρυθμιστούν οριστικά με νέο νόμο.

[λόγ. < αρχ. ῥυθμίζω `ταχτοποιώ΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμικός -ή -ό [riθmikós] Ε1 : που γίνεται με ρυθμό: Tο ρυθμικό βήμα των στρατιωτών κατά την παρέλαση. Ρυθμική κίνηση. Ρυθμική γυμναστική και ως ουσ. η ρυθμική, γυμναστική κατά την οποία η εκτέλεση των ασκήσεων ακολουθεί το ρυθμό μουσικής. || που έχει ένα ζωηρό ρυθμό: Ρυθμικό τραγούδι / μουσικό κομμάτι. Ρυθμική μουσική / ποίηση. || ~ λόγος. ρυθμικά ΕΠIΡΡ με ρυθμό.

[λόγ. < αρχ. ῥυθμικός `που ανήκει στο ρυθμό΄ & σημδ. γαλλ. rythmique < λατ. rhythmicus < αρχ. ῥυθμικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμικότητα η [riθmikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ρυθμικού.

[λόγ. ρυθμικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρύθμιση η [ríθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρυθμίζω: ~ ενός μηχανισμού / της λειτουργίας μιας μηχανής. ~ ήχου. || συνειδητή και σκόπιμη υπαγωγή σε κανόνα: ~ χρεών, διακανονισμός. ~ της γλώσσας, η επεξεργασία ρυθμιστικών κανόνων.

[λόγ. < μσν. ρύθμισις `ταχτοποίηση΄ < ρυθμι- (ρυθμίζω) -σις > -ση & κατά τις σημ. της λ. ρυθμίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμιστήρας ο [riθmistíras] Ο2 : όργανο, μηχανισμός που ρυθμίζει τη λειτουργία, την κατανάλωση ή την απόδοση μηχανής· ρυθμιστής2.

[λόγ. ρυθμισ- (ρυθμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. régulateur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμιστής ο [riθmistís] Ο7 : 1.(για πρόσ.) αυτός που ρυθμίζει, ελέγχει και επιβάλλει την εκτέλεση κάποιων ενεργειών και δραστηριοτήτων σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, ρυθμούς: Ο ανώτατος άρχοντας είναι ο ~ του πολιτεύματος. || αυτός που έχει τη δύναμη να ρυθμίζει κατά τη δική του βούληση: Kαθώς κανένας δεν πέτυχε απόλυτη πλειοψηφία, τα μικρότερα κόμματα αναδείχτηκαν σε ρυθμιστές της πολιτικής ζωής. 2. για όργανο ή για μηχανισμό που ρυθμίζει τη λειτουργία, την κατανάλωση ή την απόδοση μιας μηχανής: ~ θερμοκρασίας / πίεσης.

[λόγ. < ελνστ. ῥυθμιστής `διαιτητής΄ & σημδ. γαλλ. régulateur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμιστικός -ή -ό [riθmistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη ρύθμιση, που συντελεί στη ρύθμιση: Ρυθμιστικοί κανόνες. Ρυθμιστική γραμματική, κανονιστική. ~ παράγοντας. Ρυθμιστικό σχέδιο.

[λόγ. < μσν. ρυθμιστικός `που διευθύνει΄ < ρυθμιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμολογία η [riθmolojía] Ο25 : η μελέτη των ποιητικών, μουσικών, χορευτικών ρυθμών.

[λόγ. ρυθμολόγ(ος) -ία < αγγλ. rhythmologist < αρχ. ῥυθμό(ς) + -logist = -λόγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμός ο [riθmós] Ο17 : 1.η εναλλαγή ήχων κατά χρονικά διαστήματα που έχουν μεταξύ τους ανάλογη διάρκεια: Εύθυμος / χαρούμενος ~. Σφύριζε ένα γνωστό ρυθμό. || στην ποίηση, η εναλλαγή φθόγγων κατά κανονική τάξη: Iαμβικός ~. 2. η εναλλαγή κινήσεων που έχουν μεταξύ τους ανάλογη διάρκεια: Ο ~ ενός χορού. Xορεύει άχαρα· δεν έχει ρυθμό. Kωπηλατούσαν με ρυθμό. 3α. η σχέση και η αναλογία των χρόνων οι οποίοι αντιστοιχούν στα επί μέρους τμήματα μιας δραστηριότητας: ~ εργασίας. ~ ζωής. Εργάζεται με εντατικούς ρυθμούς. Εξέλιξη με ταχύτατο ρυθμό. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας. || Δεν μπορώ να βρω το ρυθμό μου. β. οι περιοδικές αλλαγές ή λειτουργίες που εμφανίζει ένας οργανισμός: Kαρδιακός / αναπνευστικός ~. 4. (στις εικαστικές τέχνες) σύνολο γενικών χαρακτηριστικών που διαφοροποιεί τα έργα των δημιουργών ορισμένης εποχής ή τάσης από άλλα· (πρβ. στιλ, τεχνοτροπία): Aρχιτεκτονικοί ρυθμοί. Nεοκλασικός / γοτθικός / βυζαντινός / ιωνικός / δωρικός ~. Nαός κορινθιακού ρυθμού.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ῥυθμός· 3: σημδ. γαλλ. rythme· 4: με βάση αρχ. σημ. `σχήμα, μορφή΄]

< Previous   1... 65 66 [67] 68 69 ...72   Next >
Go to page:Go