Combined Search
| 5,986 items total [5811 - 5820] | << First < Previous Next > Last >> |
- πυκνότητα η [piknótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι πυκνός. I. ANT αραιότητα: H ~ της ομίχλης / του καπνού. H ~ του πληθυσμού, ο λόγος του αριθμού των κατοίκων προς την έκταση της χώρας στην οποία κατοικούν: H ~ του πληθυσμού συνήθως υπολογίζεται ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. || (φυσ.) ~ ενός σώματος, ο λόγος της μάζας προς τον όγκο του. Aπόλυτη / σχετική ~. H ~ ενός ηλεκτρικού φορτίου / ενός μαγνητικού πεδίου. II. ANT χαλαρότητα: H ~ του λόγου / των διανοημάτων κάποιου. Kείμενο με μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. πυκνότης, αιτ. -ητα]
- πυκνοτυπωμένος -η -ο [piknotipoménos] Ε3 : (για κείμενο κτλ.) που είναι τυπωμένος πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στα γράμματα, τις συλλαβές, τις λέξεις ή τους στίχους: Πυκνοτυπωμένη σελίδα.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + τυπωμένος μππ. του τυπώνω]
- πυκνοϋφασμένος -η -ο [piknoifazménos] Ε3 : (για ύφασμα) που έχει πυκνή ύφανση.
[πυκν(ός) -ο- + υφασμένος μππ. του υφαίνω]
- πυκνόφυλλος -η -ο [piknófilos] Ε5 : (για φυτό) που έχει πυκνό φύλλωμα: Πυκνόφυλλο δέντρο.
[λόγ. < αρχ. πυκνόφυλλος]
- πυκνοφυτεμένος -η -ο [piknofiteménos] Ε3 : (για φυτά ή καλλιεργήσιμη έκταση) που είναι πυκνά φυτεμένος: Πυκνοφυτεμένο περιβόλι.
[πυκν(ός) -ο- + φυτεμένος μππ. του φυτεύω]
- πύκνωμα το [píknoma] Ο49 : πύκνωση.
[λόγ. < ελνστ. πύκνωμα]
- πυκνώνω [piknóno] Ρ1α μππ. πυκνωμένος : κάνω κτ. πυκνό ή γίνομαι πυκνός. ANT αραιώνω. 1α. μειώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων ή αυξάνω την πυκνότητα, τη συνοχή τους: Πύκνωσε τα γράμματα για να χωρέσει το κείμενο σε μία σελίδα. || αυξάνει η πυκνότητά μου: Πυκνώνει η ομίχλη / το σκοτάδι / το τρίχωμα / το φύλλωμα. Πυκνώνουν τα σύννεφα / τα γένια / τα συγκεντρωμένα πλήθη. β. (για σύστα ση κυρ. υγρών, ρευστών) ρίχνω σε ένα αραιό υγρό ή σε ένα διάλυμα κτ. πιο στερεό: Πυκνώνουμε το γάλα του μωρού με λίγο ρυζάλευρο. 2. κάνω κτ. πιο συχνά, πιο τακτικά, αυξάνω τη συχνότητα: ~ τις επισκέψεις μου σε κπ. || γίνομαι πιο συχνά: Πυκνώνουν τα κρούσματα ληστειών. Tο καλοκαίρι πυκνώνουν τα δρομολόγια των πλοίων.
[αρχ. πυκν(ῶ) -ώνω]
- πύκνωση η [píknosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυκνώνω. ANT αραίωση: α. αύξηση της πυκνότητας: ~ ενός διαλύματος. ~ των μαλλιών / των νεφών. || (βιολ.): ~ του πυρήνα. β. αύξηση της συχνότητας: ~ των επισκέψεων. Επιβάλλεται η ~ των δρομολογίων για την καλύτερη εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού.
[λόγ. < αρχ. πύκνω(σις) -ση]
- πυκνωτής ο [piknotís] Ο7 : (ηλεκτρολ.) συσκευή που αποτελείται από δύο αγωγούς με μεγάλη επιφάνεια και χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ηλεκτρικού φορτίου: Xωρητικότητα του πυκνωτή.
[λόγ. πυκνω- (δες πυκνώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. condensateur ή αγγλ. condenser]
- πυκνωτικός -ή -ό [piknotikós] Ε1 : I. που λειτουργεί με πυκνωτή: Πυκνωτικό μικρόφωνο. II. που έχει σχέση με την πύκνωση.
[λόγ. < ελνστ. πυκνωτικός `που κλείνει τους πόρους΄ σημδ. αγγλ. condenser]



