Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Πι
218 items total [71 - 80]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικραμένος -η -ο [pikraménos] Ε3 μππ. του πικραίνω : που τον έχουν πικράνει· πολύ στενοχωρημένος, λυπημένος, δυσαρεστημένος (λόγω απογοήτευσης, αισθήματος αδικίας κτλ.): ~ άνθρωπος. Πικραμένη μάνα. Είμαι πολύ ~ μαζί σου. || Πικραμένα χείλη, τα χείλη ενός πικραμένου ανθρώπου. || (ως ουσ.) ο πικραμένος. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι ή θα γελάσει ο κάθε ~, αυτό που θα συμβεί ή θα ειπωθεί, θα είναι πολύ αστείο ή γελοίο. πικραμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του πικραίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικραμύγδαλο το [pikramíγδalo] Ο41 : είδος αμυγδάλου με πικρή γεύση.

[μσν. πικραμύγδαλον < πικρ(ο)- + αμύγδαλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικραντικός -ή -ό [pikrandikós] Ε1 : που καθιστά κτ. πικρό. ANT γλυκα ντικός.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. πικραντικῶς `με πικρό τρόπο΄ (αναδρ. σχημ.) κατά τη σημ. του αντ. γλυκαντικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρία η [pikría] Ο25 : η πίκρα2: Οι άδικες κατηγορίες τού δημιούργησαν αισθήματα πικρίας. Ένιωσε ~ για τον παραγκωνισμό του στην υπηρεσία.

[λόγ. < αρχ. πικρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρίζω [pikrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. έχω πικρή γεύση, είμαι (κάπως) πικρός: Οι ελιές πικρίζουν (κάπως). 2. αποκτώ πικρή γεύση, γίνομαι (κάπως) πικρός: Tο λάχανο, όταν μένει κομμένο χωρίς να φαγωθεί, πικρίζει. 3. κάνω κτ. να έχει πικρή γεύση, να είναι πικρό. 4. (παθ.) νιώθω τη γεύση του πικρού.

[ελνστ. πικρίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρίλα η [pikríla] Ο25α : η γεύση του πικρού, η πίκρα1: Aπό τα πολλά φάρμακα που παίρνω, μου έμεινε μια ~ στο στόμα.

[πικρ(ός) -ίλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πίκρισμα το [píkrizma] Ο49 : η αίσθηση, η γεύση που προκαλείται από κτ. πικρό: Aισθάνθηκα ένα ελαφρό ~ στη γλώσσα.

[πικρισ- (πικρίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρο- [pikro] & πικρό- [pikró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πικρ- [pikr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθε τικό: I. έχει πικρή γεύση: ~μάρουλο, πικρόμηλο, πικρόχορτο· πικρόγλυκος. || στην κοινή ονομασία ποικιλίας του φυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: πικραγγουριά, πικραμυγδαλιά, ~δάφνη, πικραμύγδαλο, πικραμυγδαλέλαιο. II. συνδέεται με την έννοια της πίκρας, της στενοχώριας: ~αίματος, πικρόχαρος· πικρόγλωσσος, γι΄ αυτόν που με πικρά λόγια προκαλεί ή υφίσταται θλίψη. || για την πίκρα του θανάτου: ~θάλασσα, ~κυματούσα. III. (επιστ.) ~μερίτης, ~τοξίνη.

[I, II: αρχ. πικρο- θ. του επιθ. πικρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. πικρό-γλωσσος `με πικρά λόγια΄· ΙΙΙ: λόγ. < διεθ. picr(o)- < αρχ. πικρ(ο)-: πικρ-ικό (οξύ) < γαλλ. picrique]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικροδάφνη η [pikroδáfni] Ο30 : δενδρώδης θάμνος, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό ανοιχτών χώρων· ροδοδάφνη: Φύτεψαν πικροδάφνες στον παραλιακό δρόμο.

[μσν. πικροδάφνη < πικρο- + δάφνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρός -ή -ό [pikrós] Ε1 : 1. που έχει δριμεία και συνήθ. δυσάρεστη γεύση, αντίθετη του γλυκού: Tο φάρμακο που παίρνω είναι πολύ πικρό. Tο στό μα μου είναι πικρό απ΄ το τσιγάρο. Πίνει τον καφέ του πικρό, χωρίς ζάχα ρη. Είναι πικρό, (σαν) φαρμάκι!, πολύ πικρό. || (ως ουσ.) το πικρό: Tέσσερις είναι οι κύριες ποιότητες των αισθημάτων της γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό και το αλμυρό. 2. (μτφ.) α. που προξενεί λύπη, θλί ψη, ψυχικό πόνο: Έμαθε την πικρή αλήθεια. Έχω πικρή πείρα από τέτοιες υποσχέσεις. ~ χωρισμός. (έκφρ.) (τρώω) πικρό ψωμί, για δυσάρεστες καταστάσεις, πίκρες και στενοχώριες. ΦΡ πίνω το πικρό ποτήρι*. || θλιμμένος, πονεμένος: Πικρό χαμόγελο. Πικρό δάκρυ, αποτέλεσμα μεγάλης στενοχώριας. β. οξύς, δριμύς, δηκτικός: Πικρή ειρωνεία. Πικρά λόγια. Πικρό χιούμορ. πικρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πικρά ΕΠIΡΡ: Kλαίω / μετανιώνω ~. Xαμογέλασε ~.

[αρχ. πικρός· πικρ(ός) -ούτσικος]

< Previous   1... 6 7 [8] 9 10 ...22   Next >
Go to page:Go