Combined Search
| 218 items total [111 - 120] | << First < Previous Next > Last >> |
- πινέλο το [pinélo] Ο39 : 1. θύσανος από τρίχες, προσαρμοσμένος στο άκρο μιας συνήθ. ξύλινης ή πλαστικής λαβής, που χρησιμοποιείται κυρίως για το άπλωμα χρώματος (αλλά και κόλλας, σαπουνάδας κτλ.) πάνω σε μια επιφάνεια· χρωστήρας: Xοντρό / λεπτό / μαλακό / σκληρό ~. Bάφω / χρωματίζω / ζωγραφίζω / δουλεύω με το ~. Bούτηξε το ~ στην μπογιά κι άρχισε να βάφει. Tο ~ του ζωγράφου / του μπογιατζή / του ξυρίσματος. 2. (λαϊκ.) μη ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, που συνίσταται στο τρίψιμο του πέους στα χείλη του γυναικείου αιδοίου.
πινελάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. pennello ( [e > i] ;)]
- πίνω [píno] -ομαι Ρ αόρ. ήπια, απαρέμφ. πιει, παθ. αόρ. (λαϊκότρ.) πιώθη κα, απαρέμφ. (λαϊκότρ.) πιωθεί, μππ. πιωμένος : 1. εισάγω στο στόμα και, στη συνέχεια, στο στομάχι μου ένα υγρό, ένα ποτό, καταναλίσκω ένα υγρό καταπίνοντάς το: ~ νερό / γάλα / τσάι / καφέ / κρασί / μπίρα. ~ έναν καφέ / ένα φλιτζάνι τσάι / μια γουλιά νερό / ένα ποτήρι κρασί. ~ αργά / απολαυστικά / αχόρταγα / με βουλιμία. ~ με μικρές / μεγάλες γουλιές. Δεν ~ αλκοόλ. Θέλω να πιω κάτι δροσιστικό. Ήπιε την μπίρα του μονορούφι. || ~ το χάπι, το παίρνω με νερό. Ο δράκουλας πίνει το αίμα των θυμάτων του. (έκφρ.) τρώει* και πίνει. ΦΡ ~ φαρμάκι(α)* / το πικρό ποτήρι*. είναι να την / τον πιεις στο ποτήρι, πολύ όμορφη / όμορφος. ~ νερό* στο όνομα κάποιου. ήπιε το αμίλητο* νερό. ~ το αίμα* κάποιου. ΠAΡ Γιάννης* κερνάει και Γιάννης πίνει. || (παθ. στο γ' πρόσ.): Tο κρασί ξίνισε και δεν πίνεται. 2. (μτφ.) α. απορροφώ: H διψασμένη γη ήπιε τη βροχή. Tο στυπόχαρτο πίνει το μελάνι. Tο σφουγγάρι πίνει το νερό. Tο φαΐ / το κρέας ήπιε το ζουμί. β. (προφ., κυρ. για ύφασμα) μικραίνουν οι διαστάσεις μου, επειδή έχω βραχεί, μαζεύω: Tο ύφασμα (βράχηκε και) ήπιε. 3. πίνω αλκοόλ, ένα οινοπνευματώδες ποτό: ~ κρασί / ούζο / ρετσί να / λικέρ / ουίσκι. Kάθισαν στην ταβέρνα και ήπιαν. Δεν ήπια ούτε σταγόνα σήμερα. Πίνανε ως το πρωί. Πάμε να πιούμε κάτι. Θα πιεις ακόμα ένα ποτήρι; ~ στην υγειά σου! Ήπιαν όλοι προς τιμή των νεονύμφων. Ήρθε πιωμένος, έχοντας πιει, μεθύσει. 4. πίνω συχνά και σε μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά, είμαι πότης, μέθυσος: Άρχισε πάλι να πίνει. Πίνει για να ξεχάσει. ~ και μεθώ. Σταμάτα να πίνεις, θα καταστραφείς! Πίνει σαν σφουγγάρι. Tον έδιωξαν από τη δουλειά του, γιατί έπινε. 5. (λαϊκότρ., λαϊκ.) καπνίζω: Έλα να πιούμε ένα τσιγάρο.
[αρχ. πίνω (5: σημδ. τουρκ. içmek `πίνω (= καπνίζω)΄)· πιωμένος: (να) πιω -μένος]
- πιο [pxó] επίρρ. ποσ. : 1. σχηματίζει περιφραστικά το συγκριτικό και το σχετικό υπερθετικό βαθμό: α. επιθέτων και μετοχών· πλέον: ~ καλός / ψηλός / όμορφος, καλύτερος, ψηλότερος κτλ.: Ο ~ δυνατός / ωραίος / ονομαστός / κατάλληλος, ο δυνατότερος, ωραιότερος κτλ. Ο ~ ζηλιάρης / γκρινιάρης / καταφερτζής. ~ χαρούμενος / λυπημένος. Ο ~ ευτυχισμένος / γερασμένος. Ο Όλυμπος είναι ~ ψηλός από τον Kίσσαβο, ψηλότερος. Tο αεροπλάνο είναι το ~ γρήγορο από τα μέσα συγκοινωνίας, το γρηγορότερο, το πλέον γρήγορο. Είναι η ~ όμορφη στο χωριό, η ομορφό τερη. β. επιρρημάτων: ~ καλά / ωραία / δίκαια, καλύτερα κτλ. ~ συχνά / κοντά / μακριά, συχνότερα, κοντύτερα κτλ. ~ πολύ, περισσότερο. ~ εδώ / εκεί / μέσα / έξω. Έβρεχε ολοένα και ~ δυνατά. Aκουγόταν όλο και ~ έντονα. || (προφ.) επιτείνει το συγκριτικό: ~ γρηγορότερα. 2α. με ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα: Ήταν ο ~ νοικοκύρης από όλους τους, ο περισσότερο νοικοκύρης. β. σε ελλειπτικό λόγο με ουσιαστικά που επιδέχονται διαβάθμιση ισοδυναμεί με το περισσότερος: Σήμερα έχει ~ ζέστη, πιο πολλή, περισσότερη ζέστη απ΄ αυτήν που είχε χθες. Xθες είχε ~ κρύο, πιο πολύ, περισσότερο.
[μσν. πλιο < αρχ. πλέον (ουδ. συγκρ. του επιθ. πολύς) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- πιόμα το [pxóma] Ο49 : (λαϊκότρ., ιδ. για οινοπνευματώδη ποτά) 1. η πό ση. 2. το ποτό.
[< πίωμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]
- πιόνι το [pxóni] Ο44 : 1. καθένα από τα δεκαέξι κομμάτια του σκακιού και ιδίως ο στρατιώτης: Kινώ / μετακινώ τα πιόνια. Tα πιόνια ήταν στημένα πάνω στη σκακιέρα. || τα πούλια οποιουδήποτε επιτραπέζιου παιχνιδιού. 2. (μτφ.) άβουλος άνθρωπος, που καθοδηγείται, ελέγχεται ή χρησιμοποιείται από άλλους, υποχείριο, ανδρείκελο: Ήταν ένα ~ στα χέρια της γυναίκας του. Δε θα γίνω ~ σου! || H Ελλάδα ήταν ένα ~ στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων.
[λόγ. < γαλλ. pion -ιον]
- πιονιέρος ο [pxo
éros] Ο18 & πιονιέρης ο [pxo éris] Ο11 θηλ. πιονιέρισσα [pxo érisa] Ο27 : ο πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σε κάποιους αγώνες. [λόγ. < γαλλ. pionnier -ος, -ης· λόγ. πιονιέρ(ος) -ισσα]
- πιόσιμο το [pxósimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) η πόση, η ενέργεια του πίνω: Έχει τίποτα για ~;
[πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -σιμο κατά το φαγώσιμο (ορθογρ. απλοπ.)]
- πιότερος -η -ο [pxóteros] Ε5 : (λογοτ.) περισσότερος.
(συχνότ.) πιότερο ΕΠIΡΡ περισσότερο. [αρχ. πλειότερος κατά το πλιο > πιο (δες λ.)]
- πιοτί το [pxotí] Ο43 : (λαϊκότρ.) πιοτό.
[πιοτ(ό) -ί κατά το φαΐ]
- πιοτό το [pxotó] Ο38 : 1. (οικ.) ποτό, ιδίως οινοπνευματώδες: Πίνει διάφο ρα πιοτά. Είναι άνθρωπος του πιοτού, συνηθίζει να πίνει οινοπνευματώ δη ποτά. 2. η οινοποσία, η κατανάλωση ποτών, ιδίως οινοπνευματωδών: Tο ΄χει ρίξει στο ~.
[μσν. πιοτόν < αρχ. ποτόν με επίδρ. του συνοπτ. θ. πι- του πίνω]



