Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενθώ [penθó] Ρ10.9α : κατέχομαι από έντονη θλίψη για το θάνατο προσώπου: Όλο το έθνος πενθεί (για) το θάνατο του ηγέτη. || βρίσκομαι σε περίοδο πένθους: Πενθούσε ακόμα και γι΄ αυτό απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις. || πενθοφορώ: Γιατί πενθεί ο τάδε; β. (για έμφαση ή, συνήθ., ειρ.) αισθάνομαι, κατέχομαι από μεγάλη θλίψη για κακό που συνέβη ή έπαθα: Πενθούν για την ήττα της ομάδας τους.
[λόγ. < αρχ. πενθῶ]